Ο Ζόραν Μάμντανι δεν είναι απλώς ένα ακόμη όνομα στην πολιτική σκηνή της Νέας Υόρκης. Ο 33χρονος πολιτικός, γιος της πολυβραβευμένης Ινδής σκηνοθέτιδας Μίρα Ναΐρ και του γνωστού πανεπιστημιακού και συγγραφέα Μαχμούντ Μάμντανι, γεννήθηκε στην Ουγκάντα, αλλά μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό και βαθιά πολιτικοποιημένο περιβάλλον. Βλέπει την πολιτική όχι ως μηχανισμό εξουσίας, αλλά ως εργαλείο αλλαγής και δικαιοσύνης.
Αυτή η οπτική διαπερνά και την πολιτική του πορεία, η οποία κορυφώθηκε όταν -προς μεγάλη έκπληξη των πάντων- επικράτησε του πρώην κυβερνήτη Άντριου Κουόμο στον πρώτο γύρο των προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών για τον δημαρχιακό θώκο της Νέας Υόρκης. Ήταν μια νίκη-σοκ που ανέδειξε τη δυναμική του προοδευτικού χώρου, αλλά και τη βαθιά απογοήτευση των πολιτών από το πολιτικό κατεστημένο.
Μέλος των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής (DSA) και στενά συνδεδεμένος με την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Μάμντανι ανήκει σε μια νέα γενιά πολιτικών που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως προέκταση του κοινωνικού ακτιβισμού. Οι προτάσεις του -δωρεάν δημόσιες μεταφορές, πάγωμα ενοικίων, υψηλότερη φορολογία για τους πλούσιους, εκτεταμένες επενδύσεις σε κοινωνική στέγαση και υγεία- μοιάζουν ριζοσπαστικές για τα δεδομένα των ΗΠΑ, αλλά αντλούν στήριξη από ένα αυξανόμενο μέρος της νεολαίας και των εργαζομένων.
Η απήχησή του, όμως, δεν περιορίζεται στη Νέα Υόρκη. Η υποψηφιότητά του έχει πυροδοτήσει παγκόσμιο ενδιαφέρον, ιδίως μεταξύ κινημάτων της προοδευτικής Αριστεράς στην Ευρώπη και τον Παγκόσμιο Νότο. Μέσα από συνεντεύξεις και δημόσιες παρεμβάσεις, ο Μάμντανι προωθεί μια οικουμενική οπτική δικαιοσύνης που συνδέει την τοπική πολιτική με τα παγκόσμια κινήματα κατά της ανισότητας, του ρατσισμού και της περιβαλλοντικής κρίσης.
Ωστόσο, η άνοδός του δεν έμεινε αναπάντητη από το πολιτικό κατεστημένο. Ο Ντόναλντ Τραμπ τον αποκάλεσε «κομμουνιστή» και «100% τρελό», πυροδοτώντας μια νέα περίοδο πολιτικής πόλωσης. Παρά τις επιθέσεις, ο Μάμντανι παραμένει σταθερός στη ρητορική του: μια Νέα Υόρκη για τους πολλούς, όχι για τους λίγους.
Το πρόγραμμά του ανησυχεί ιδιαίτερα την οικονομική ελίτ. Επιχειρηματίες, επενδυτές και διαχειριστές hedge funds, όπως ο Phillip Laffont, προειδοποιούν ότι μια ενδεχόμενη νίκη του θα οδηγήσει στη φυγή κεφαλαίων και εύπορων κατοίκων από την πόλη. Από την άλλη πλευρά, χιλιάδες κάτοικοι των εργατικών συνοικιών, φοιτητές, μετανάστες και ακτιβιστές, βλέπουν στο πρόσωπό του έναν σύμμαχο που δίνει φωνή σε όσους συνήθως αγνοούνται.
Η προσωπικότητά του είναι χαμηλών τόνων, αλλά βαθιά συγκροτημένη. Μιλά με σαφήνεια, αποφεύγει τη ρητορική του διχασμού και προτιμά να εστιάζει στην ουσία των προβλημάτων. Σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε: «Δεν έχω τίποτα να χάσω. Αντιπροσωπεύω ανθρώπους που για δεκαετίες δεν είχαν κανέναν να τους υπερασπιστεί».
Είτε τελικά εκλεγεί, είτε όχι, ο Ζόραν Μάμντανι έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά του: ένα νεύμα προς ένα πιθανό μέλλον όπου η πολιτική των πόλεων δεν θα καθορίζεται από λομπίστες και κλειστά συμφέροντα, αλλά από τις ανάγκες και τις φωνές των πολιτών. Για κάποιους είναι ένας επικίνδυνος ιδεαλιστής· για άλλους, η πρώτη πραγματική ελπίδα μετά από δεκαετίες συμβιβασμών.
Το βιογραφικό και η ρητορική του
Ο Ζόραν Μάμντανι μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου ο πολιτισμός και η πολιτική ανάλυση ήταν καθημερινή εμπειρία. Παρότι είχε πρόσβαση σε κύκλους διανόησης και επιρροής, ο ίδιος επέλεξε να εργαστεί ως οδηγός ταξί και να αναμιχθεί από νωρίς με οργανώσεις βάσης.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και διεθνείς σχέσεις, αλλά βρήκε την πολιτική του φωνή μέσα από τον ακτιβισμό, πρώτα ως οργανωτής σε θέματα στέγασης και αργότερα ως υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μεταναστών. Το 2020 εξελέγη μέλος της Πολιτειακής Βουλής της Νέας Υόρκης, εκπροσωπώντας την 36η περιφέρεια στο Κουίνς, μία από τις πιο πολυπολιτισμικές περιοχές της πόλης.
Από το βήμα αυτό, άρχισε να προβάλλει με ιδιαίτερη ένταση αιτήματα όπως:
- η ακύρωση των χρεών σπουδαστών,
- η προστασία των ενοικιαστών από εξώσεις,
- η αναμόρφωση της αστυνομίας και της δικαιοσύνης,
- η αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών ανεξαρτήτως καθεστώτος.
Η ρητορική του Μάμντανι είναι χαρακτηριστική της νέας γενιάς της αμερικανικής ριζοσπαστικής Αριστεράς: απλή, συγκρουσιακή, αλλά πάντα προσγειωμένη σε συγκεκριμένες πολιτικές λύσεις. Δεν μιλά αφηρημένα για «ελπίδα» ή «αλλαγή», αλλά για ενοίκια, λογαριασμούς, λεωφορεία και σχολεία. Απορρίπτει τον πολιτικό κυνισμό και επιδιώκει να δώσει πολιτική φωνή σε όσους μέχρι τώρα θεωρούνταν περιθώριο: μετανάστες, εργάτες, άστεγοι, ανύπαντρες μητέρες, queer κοινότητες.
Ο λόγος του θυμίζει περισσότερο λατινοαμερικανούς ηγέτες των κινημάτων βάσης, παρά τους τυπικούς Αμερικανούς πολιτικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τον συγκρίνουν με τον Μπέρνι Σάντερς ή την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές, αλλά ο ίδιος συχνά αποστασιοποιείται από την ανάγκη να ενταχθεί σε «στρατόπεδα», λέγοντας:
Δεν είμαι ηγέτης ενός κόμματος. Είμαι ένας εργαζόμενος των ανθρώπων που με έστειλαν εδώ
Η παρουσία του στα κοινωνικά δίκτυα είναι έντονη, αλλά όχι επιτηδευμένη. Χρησιμοποιεί κυρίως TikTok και Instagram για να εξηγεί νομοθετήματα σε απλή γλώσσα και να κάνει live συζητήσεις με πολίτες.
Το μήνυμά του είναι διαυγές: "Η εξουσία ανήκει σε εκείνους που οργανώνονται, όχι σε εκείνους που την κληρονομούν".
Α.Ν