Ύστερα από μια καταστροφική δεκαετία απωλειών και ανακεφαλαιοποιήσεων, κυρίως με κρατικό χρήμα, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε σχετικά καλή θέση για να αντιμετωπίσουν τη νέα, διεθνή αναταραχή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που άρχισε στις ΗΠΑ με την κατάρρευση της Sillicon Valley Bank και συνεχίσθηκε στην Ευρώπη, με τη διάσωση της ελβετικής Credit Suisse, μίας από τις 30 συστημικές τράπεζες του κόσμου, μέσω εξαγοράς από τη UBS.
Η κατάρρευση της Credit Suisse, που έφθασε να πουληθεί στη UBS έναντι 3 δισ. φράγκων (3,3 δισ. δολ.), δηλαδή με μια αξία μικρότερη από αυτή της Εθνικής Τράπεζας (!) ήταν αποτέλεσμα της απώλειας εμπιστοσύνης στη δυνατότητα του τραπεζικού κολοσσού να επανέλθει στην κερδοφορία, ύστερα από τις μεγάλες ζημιές του 2022 και της, συνακόλουθης, μαζικής εξόδου κεφαλαίων.
Η περίπτωση της Sillicon Valley Bank, από την οποία άρχισε η νέα αναταραχή, ήταν πολύ πιο απλή: είχε τοποθετήσει πολύ μεγάλο μέρος του ενεργητικού της, περίπου 55%, σε ομόλογα μακροχρόνιας διάρκειας του αμερικανικού Δημοσίου για να αυξήσει τα έσοδα τόκων όταν τα επιτόκια της Fed βρίσκονταν στο μηδέν. Η αξία αυτών των ομολόγων μειώθηκε σημαντικά με την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ και, όταν η τράπεζα χρειάσθηκε να προχωρήσει σε ρευστοποιήσεις, επειδή είχε ξαφνική και απότομη φυγή καταθέσεων, ενέγραψε μεγάλες ζημιές, τις οποίες δεν κατάφερε να καλύψει με μια αύξηση κεφαλαίου, για να οδηγηθεί τελικά στην εκκαθάριση.
Το αόρατο νήμα που συνδέει όλες τις περιπτώσεις πίεσης σε τράπεζες διεθνώς είναι η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Έχοντας να αντιμετωπίσουν πολύ υψηλό πληθωρισμό, η Fed, η ΕΚΤ και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει απότομα τα επιτόκιά τους και οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοσθούν σε μια νέα πραγματικότητα, ύστερα από πολλά χρόνια μηδενικών/αρνητικών επιτοκίων και προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που πλημμύριζαν με ρευστότητα το διεθνές σύστημα.
Το κύριο πρόβλημα των τραπεζών είναι οι αφανείς ζημιές στα χαρτοφυλάκια των ομολόγων. Όσο τα επιτόκια ήταν μηδενικά, οι τράπεζες τοποθετούσαν όλο και περισσότερα κεφάλαια σε μακροχρόνια ομόλογα, που είχαν καλύτερες αποδόσεις, όμως τα αυξημένα επιτόκια έχουν μειώσει σημαντικά τις τιμές αυτών των τίτλων, αφήνοντας στις τράπεζες ζημιές που, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, δεν έχουν αναγνωρισθεί, αφού οι τράπεζες τους έχουν τοποθετήσει σε λογαριασμούς διακράτησης ως τη λήξη, ώστε να μην εγγράφουν λογιστικά τις ζημιές από τη μείωση της αξίας των ομολόγων.
Τα υψηλά επιτόκια μεταφέρουν πίεση και στην άλλη πλευρά του ισολογισμού των τραπεζών, καθώς καλούνται να πληρώσουν περισσότερα για να κρατήσουν τους καταθέτες, οι οποίοι μπορούν πλέον να λαμβάνουν ικανοποιητική απόδοση από βραχυχρόνιους κρατικούς τίτλους και επενδυτικά προϊόντα που βασίζονται σε αυτούς (αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων κ.α.).
Η Sillicon Valley Bank ήταν η τράπεζα που κατέρρευσε πρώτη μέσα σε λίγα 24ωρα, επειδή αντιμετώπιζε με μεγάλη ένταση την πίεση και από τις δύο αυτές πλευρές: είχε κυρίως καταθέσεις από επιχειρήσεις της Sillicon Valley, που ήταν ανασφάλιστες και έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα όταν υπήρξε υπόνοια για προβλήματα στην τράπεζα, ενώ όταν υποχρεώθηκε να ρευστοποιήσει ομόλογα για να αντλήσει ρευστότητα έχασε 1,8 δισ. δολ. και εξανεμίσθηκαν τα κεφάλαιά της.
Ανθεκτικό το μοντέλο των ελληνικών τραπεζών
Οι ελληνικές τράπεζες υιοθετούν ένα επιχειρηματικό μοντέλο εντελώς αντίθετο από αυτό της Sillicon Valley, γι' αυτό και θεωρείται από τους αναλυτές ότι όχι μόνο αντέχουν στη νέα περίοδο των αυξημένων επιτοκίων, αλλά και παρουσιάζουν αυξημένη κερδοφορία:
- Οι τράπεζες αύξησαν, τα τελευταία χρόνια, τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα, όμως ξεκίνησαν από αρκετά χαμηλή βάση (στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης τις είχαν μειώσει σημαντικά, μετά και το «τραύμα» του PSI) και τα ομόλογα εξακολουθούν να αντιστοιχούν σε μικρό ποσοστό του ενεργητικού τους. Αντίθετα, το μεγαλύτερο και αυξανόμενο μέρος του ενεργητικού είναι τα δάνεια, κυρίως κυμαινόμενου επιτοκίου, τα οποία αποδίδουν στις τράπεζες περισσότερους τόκους, όσο αυξάνονται τα επιτόκια της ΕΚΤ. Με άλλα λόγια, το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών έχει το κατάλληλο μείγμα για να αποδίδει περισσότερα κέρδη όταν ανεβαίνουν τα επιτόκια.
- Το πρόβλημα που δημιουργεί η μείωση της αξίας των ομολόγων είναι υπαρκτό και για τις ελληνικές τράπεζες, όμως όχι σε τέτοιο βαθμό που να απειλεί τη σταθερότητά τους. Με βάση στις τέλους Ιουνίου 2022, οι τράπεζες είχαν ομόλογα αξίας περίπου 19,5 δισ. ευρώ, που δεν βρίσκονταν στα χαρτοφυλάκια συναλλαγών, άρα δεν είχαν αποτιμηθεί στην τρέχουσα αξία τους. Ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, που προχώρησε ένα τεστ στις ευρωπαϊκές τράπεζες για να διαπιστώσει πόσο θα επηρεαζόταν η κεφαλαιακή τους επάρκεια, αν αναγνώριζαν «αφανείς» ζημιές από ομόλογα με ένα συντελεστή 10%, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν έρχονταν στην επιφάνεια τέτοιες ζημιές, οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρούσαν βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) στο 11%, αρκετά υψηλότερο από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 8%. Με άλλα λόγια, οι αφανείς ζημιές πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις τράπεζες σε σοβαρά προβλήματα, δηλαδή στην ανάγκη να συγκεντρώσουν νέα κεφάλαια από την αγορά.
- Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται απίθανο να πιεσθούν οι ελληνικές τράπεζες από εκροές καταθέσεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναγκασθούν να πουλήσουν ομόλογα με ζημιά. Έχουν πολύ υψηλό δείκτη κάλυψης ρευστότητας (σχεδόν 200%), δηλαδή διαθέτουν ρευστά στοιχεία για να αντιμετωπίσουν με το παραπάνω τις υποχρεώσεις. Επιπλέον, έχουν μια αρκετά σταθερή βάση καταθέσεων, καθώς οι περισσότερες προέρχονται από φυσικά πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό καλύπτονται από το όριο εγγύησης καταθέσεων. Σύμφωνα με την DBRS, mόνο 22% των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες προέρχονταν από μεγάλες επιχειρήσεις, που θεωρητικά είναι πολύ πιο «κινητικές» στη διαχείριση των διαθεσίμων τους και θα μπορούσαν γρήγορα να τις αποσύρουν. Έτσι, και στην πλευρά των καταθέσεων οι ελληνικές τράπεζες δίνουν μια εικόνα σταθερότητας και ασφάλειας.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι επιτρέπεται εφησυχασμός, καθώς οι διεθνείς κρίσεις έχουν αποδείξει ότι βρίσκουν πάντα ένα τρόπο να μεταφέρονται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το πιο ευαίσθητο σημείο για τις ελληνικές τράπεζες είναι η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων: εάν οι μακροοικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν (οικονομική επιβράδυνση, μεγάλη πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τα αυξημένα επιτόκια κ.ο.κ.) θα μπορούσαν να αυξηθούν απότομα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που μόλις την τελευταία διετία έχουν καταφέρει οι τράπεζες να απομακρύνουν από τους ισολογισμούς τους, με πολύ μεγάλες τιτλοποιήσεις.