Ζοφερή εικόνα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και για το δημοσιονομικά περιβάλλον σκιαγραφεί στις προβλέψεις του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκτιμώντας ότι το τεράστιο δημοσιονομικό κόστος της πανδημίας θα φέρει τον προϋπολογισμό πίσω σε πολύ μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα, ενώ το δημόσιο χρέος θα εκτιναχθεί υψηλότερα από 200% του ΑΕΠ.
Στην έκθεση Fiscal Monitor που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα εκτιμάται ότι το ελληνικό χρέος θα ξεπεράσει το όριο του 200% του ΑΕΠ φέτος. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η διόγκωση του χρέους θα είναι αποτέλεσμα της ύφεσης, που θα συρρικνώσει το προϊόν της ελληνικής οικονομίας κατά 10% φέτος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που είχε δημοσιοποιήσει χθες το Ταμείο, στην έκθεση World Economic Outlook.
Όμως, η αύξηση του χρέους θα είναι αποτέλεσμα και της μεγάλης επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης της χώρας, καθώς εκτιμάται από το ΔΝΤ ότι από πρωτογενές πλεόνασμα 4% του ΑΕΠ το 2019, η Ελλάδα θα περάσει φέτος σε πρωτογενές έλλειμμα 5,1% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα θα παραμείνει υψηλό και το 2021, στο 4,4% του ΑΕΠ, ενώ στην ευρωζώνη θα είναι πολύ μεγαλύτερο, φθάνοντας φέτος το 6% του ΑΕΠ.
Σοβαρή θα είναι η καθίζηση των δημοσίων εσόδων, που εκτιμάται ότι θα υποχωρήσουν από 48,3% του ΑΕΠ σε 45,8% φέτος και 45,3% το 2021, ενώ στο σκέλος των δαπανών προβλέπεται μεγάλη αύξηση, στο 54,8% του ΑΕΠ από 47,9% το 2019. Το συνολικό δημόσιο έλλειμμα (πρωτογενές και τόκοι) θα εκτιναχθεί στο 9% του ΑΕΠ, παραμένοντας πάντως χαμηλότερο από το 15% του 2009, που είχε οδηγήσει την Ελλάδα σε πρόγραμμα διάσωσης. Το 2021, το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 7,9% του ΑΕΠ. Το συνολικό χρέος θα ανέλθει στο 200,8% του ΑΕΠ από 179,2% το 2019 και θα μειωθεί στο 194,8% του ΑΕΠ το 2021.
Πάντως, το Ταμείο δεν σπεύδει να εκδώσει αρνητική γνώμη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, κάτι που θα σήμαινε ότι η χώρα βρίσκεται στον προθάλαμο νέου μνημονίου με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Ο τομεάρχης Ευρώπης, Πόουλ Τόμσεν, ερωτηθείς στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για τα θέματα των ευρωπαϊκών οικονομιών, αναγνώρισε ότι ήταν μια πολύ κακή συγκυρία για την Ελλάδα, στην οποία ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, καθώς η οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει και να δρέπει τους καρπούς της επίπονης δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων ετών.
Στην «ευαίσθητη» ερώτηση για το χρέος και βιωσιμότητά του, ο Τόμσεν απέφυγε ουσιαστικά να απαντήσει, λέγοντας μόνο ότι ακόμη είναι πολύ νωρίς για να υπάρξουν ασφαλείς εκτιμήσεις. «Είναι νωρίς, γιατί δεν γνωρίζουμε την ακριβή επίπτωση από τα περιοριστικά μέτρα και τη χρονική τους διάρκεια. Όσο περισσότερο διαρκούν, τόσο αυξάνονται τα προβλήματα για τα οικονομικά του Δημοσίου, των νοικοκυριών και φυσικά των τραπεζών». Για την ανάκαμψη της οικονομίας εκτίμησε ότι «θα υπάρξει, αλλά θα είναι αργή».
Όπως σημείωσε ο Τόμσεν, το μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική οικονομία είναι ότι στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και μεταφορές, που έχουν δεχθεί βαρύ πλήγμα από την πανδημία του κορονοϊού και τα μέτρα περιορισμού που έχουν επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο.