«Μαύρη τρύπα» στους φορολογικούς ελέγχους των πλουσίων φορολογουμένων παραδέχεται ο επικεφαλής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής, εξέλιξη για την οποία δηλώνει ανήσυχος και ότι θα ερευνηθεί.
Το ζήτημα αφορά σε αρκετές περιπτώσεις φορολογικών ελέγχων που διενεργήθηκαν από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), οι οποίοι έγιναν με παράτυπες διαδικασίες και με ελλείψεις ή σε παραγραφόμενες υποθέσεις, γεγονός που έχει ως συνέπεια να καταπίπτουν στα δικαστήρια, μετά από προσφυγές των ελεγχόμενων.
Μεταξύ των υποθέσεων που βγαίνουν «λάδι» στα δικαστήρια είναι εμπλεκόμενοι στις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και στη λίστα των Εμβασμάτων, κατά τους ελέγχους των οποίων, διαπιστώθηκαν λάθη ή οι υποθέσεις τους είχαν παραγραφεί, με συνέπεια να καταπέσουν στα δικαστήρια.
Ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής παραδέχτηκε δημόσια, στο συνέδριο 6th ATHENS LAW FORUM ON TAXATION ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν από το ΚΕΦΟΜΕΠ της περιόδου 2014-2016 ακυρώνονται σωρηδόν από τα δικαστήρια!
Πιο συγκεκριμένα είπε χαρακτηριστικά: «Παρακολουθώ κάποια πρώτα στοιχεία της πορείας των δικαστικών υποθέσεων σε βεβαιώσεις της περιόδου 2014-16 και με έχει θορυβήσει το γεγονός ότι από τις βεβαιώσεις προστίμων της περιόδου εκείνης τουλάχιστον το 33% έχει ήδη ακυρωθεί στα δικαστήρια, σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΦΟΜΕΠ. Το νούμερο θα αυξηθεί γιατί και άλλες υποθέσεις εκκρεμούν».
Όπως τόνισε ο κ. Πιτσιλής, το 1/3 των υποθέσεων που πηγαίνουν στα διοικητικά δικαστήρια χάνονται από το δημόσιο, ενώ όσο προχωρούν οι εκδικάσεις, τα ποσοστά θα αυξηθούν. Η ακύρωση των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου μπορεί να συμβεί για πλήθος περιπτώσεων, από τυπικές παραβάσεις των ελεγκτών όπως είναι π.χ. η μη έγκαιρη κοινοποίηση του φύλλου ελέγχου, ο έλεγχος σε παραγραφόμενες χρήσεις, η χρήση συμπληρωματικών στοιχείων, που δεν ισχύουν κ.λπ.
Αυτό που προβληματίζει την ηγεσία της ΑΑΔΕ είναι η «ποιότητα» των ελέγχων της συγκεκριμένης τριετίας, 2014 – 2016, αλλά κυρίως ο τεράστιος όγκος των λαθών που καταγράφονται. Από τα ηγετικά στελέχη της ΑΑΔΕ, θεωρείται τεράστιο το ποσοστό αστοχίας.
Τι κάνει το ΚΕΦΟΜΕΠ
Το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου διενεργεί ελέγχους φυσικών προσώπων με ετήσιο πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα άνω των 150.000 ευρώ ή ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας άνω των 2 εκατ. ευρώ.
Οι έλεγχοι που πραγματοποιεί το ΚΕΦΟΜΕΠ αφορούν κατά κύριο λόγο την αποκαλούμενη «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας».
Στο πλαίσιο αυτό, βασική πρακτική ελέγχου είναι το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχόμενου και η σύγκριση των καθαρών εισροών με το εισόδημα που δήλωσε ο φορολογούμενος.
Ο έλεγχος διευκολύνεται από το «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας» μέσω του οποίου οι ελεγκτές μπορούν να αντλούν πληροφορίες όπως:
- Τα πρωτογενή δεδομένα για τις καταθέσεις ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου φυσικού προσώπου, δηλαδή τα ποσά που εισήλθαν για πρώτη φορά στους λογαριασμούς καθώς και αυτά που πιστώνονται κατά καιρούς. Από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών θα αφαιρούνται τα ποσά που διαπιστώνεται ότι μεταφέρθηκαν από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου.
- Τις συναλλαγές των επενδυτικών προϊόντων, μέσω των κινήσεων των καταθετικών λογαριασμών
- Τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου, για την περίοδο που ελέγχεται.
Αφού προσδιοριστούν οι πρωτογενείς καταθέσεις του φορολογούμενου και οι μετέπειτα κινήσεις και αντληθούν και τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων θα εισάγονται σε μία αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ώστε να εντοπίζονται τυχόν ποσά καταθέσεων τα οποία δεν καλύπτονται από τα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων.
Εφόσον διαπιστωθούν δυσαρμονίες μεταξύ των καταθέσεων και δηλωθέντων εισοδημάτων θα δημιουργείται ένα αρχείο το οποίο θα παραδίδεται στον ελεγκτή ο οποίος θα καλεί τον φορολογούμενο για έλεγχο και συγκεκριμένα να αποδείξει την προέλευση των χρημάτων τα οποία δεν εμφανίζονται στις φορολογικές του δηλώσεις.
Επίσης χρησιμοποιούνται και οι έμμεσες τεχνικές φορολογικού ελέγχου, όπου τα δηλωθέντα εισοδήματα του ελεγχόμενου συγκρίνονται με το εισόδημα που προκύπτει από υπολογισμούς όπως των δαπανών του φορολογουμένου σε μετρητά ή της αύξησης της καθαρής θέσης του.