«Η κυβέρνηση από την αρχή έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν έχει τίποτα να κρύψει». Το μήνυμα αυτό έστειλε για την υπόθεση των Τεμπών ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι 100,3», κατηγορώντας για προσπάθεια συγκάλυψης μέρος της αντιπολίτευσης, δήθεν ειδικούς και άλλους που είχαν πορίσματα στο συρτάρι τους, όπως είπε.
Αναλυτικά, στην αρχή της συνέντευξης ανέφερε για τον αναπληρωτή πρόεδρο- πρόεδρο του σιδηροδρομικού τομέα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας των Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ), Χρήστο Παπαδημητρίου ότι «έχει περιπέσει σε παλινωδίες». Δεν ήταν και πολύ συνεκτικός ο τρόπος με τον οποίο τοποθετήθηκε, εξήγησε.
Ευκαιρίας δοθείσης, όμως, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης διεμήνυσε πως «ανεξάρτητα από το τι έχει συμβεί, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο γύρω από το θέμα αυτό στην πατρίδα μας, η αλήθεια όσο και αν αργεί θα αποκαλυφθεί. Και θα ξεκαθαριστούν όλα. Ήδη, η προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας από μέρος της αντιπολίτευσης και ορισμένων άλλων που παριστάνουν τους ειδικούς αρχίζει να γίνεται κατανοητή από ένα πολύ σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης».
Επιστρέφοντας στο πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, παρατήρησε ότι, αν εξαιρεθεί το επίμαχο ζήτημα της πυρόσφαιρας, κατά τα λοιπά είναι «ένα σοβαρό πόρισμα», εξάλλου είναι «προς την κατεύθυνση των σχετικών προτάσεων - υποδείξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την ελληνική κυβέρνηση».
Στο σημείο αυτό, ο Κ. Χατζηδάκης προανήγγειλε ότι η κυβέρνηση «θα φέρει, και σύντομα μάλιστα, νόμο στη Βουλή προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης όλων αυτών των υποδείξεων, έτσι ώστε να έχουμε ένα πιο σύγχρονο και πιο ασφαλή σιδηρόδρομο».
Στη συνέχεια, ο Κ. Χατζηδάκης επανέλαβε ότι «η κυβέρνηση από την αρχή έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν έχει τίποτα να κρύψει», προσθέτοντας ότι το μείζον, κατ' αυτόν, είναι «οι ευθύνες του σταθμάρχη και η κατάσταση του ΟΣΕ». Και, «πιστεύω ότι και μέχρι το τέλος εκεί θα γυρίσει. Πέρσι κατατέθηκε πρόταση μομφής για την περιβόητη μονταζιέρα και στο τέλος αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε μονταζιέρα. Φέτος κατατέθηκε νέα πρόταση μομφής, η οποία αφορούσε την πυρόσφαιρα και τις σχετικές θεωρίες ορισμένων ειδικών και αμέσως μετά βγήκαν μια σειρά από άλλους ειδικούς, οι οποίοι λένε τα τελείως αντίθετα πράγματα. Ότι έχει να κάνει με τη σύγκρουση αυτή καθ' αυτή και όχι με τα περιβόητα ξυλόλια».
Πάντως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κυβερνητικές ευθύνες για την κατάσταση στον ΟΣΕ, διευκρίνισε, εξηγώντας ότι «γι' αυτό άλλωστε έχουν ασκηθεί και 43 διώξεις σήμερα. Και υπάρχει και ένας υπουργός, που είπε μόνος του ουσιαστικά, "πάω στο δικαστικό συμβούλιο να κριθώ κατευθείαν από αυτό για όλα αυτά που κατηγορούμαι"».
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο, η κυβέρνηση «μπορεί να έχει κάνει κάποια επικοινωνιακής φύσεως λάθη στο χειρισμό του θέματος τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά η κυβέρνηση - και το υπογραμμίζω αυτό - δεν έχει να κρύψει τίποτα. Δεν θέλουμε να συγκαλύψουμε κάποιον. Αντίθετα εδώ είναι φανερό πια από τα στοιχεία που έχουν έρθει στη δημοσιότητα ότι αν υπάρχει συγκάλυψη, υπάρχει συγκάλυψη της αλήθειας από ορισμένους που είχαν πορίσματα και τα έβαλαν στο συρτάρι τους ή από άλλους που παριστάνουν τους ειδικούς, ενώ δεν είναι ειδικοί πάντως για το συγκεκριμένο θέμα», κατέληξε.
Αλλάζοντας θέμα, στον εν εξελίξει παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, αφού επεσήμανε ότι κανείς, ούτε και η Ελλάδα, είναι σε προστατευτική γυάλα, διαβεβαίωσε ότι, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η χώρα μας είναι λιγότερο εκτεθειμένη από πλευράς εξαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, από τη στιγμή που επηρεάζεται η Ευρώπη συνολικώς και αν «βρεθεί σε ύφεση, θα αγοράζει λιγότερα από τα προϊόντα που εμείς εξάγουμε στην Ευρώπη. Και επίσης θα έχουμε λιγότερους τουρίστες».
Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση έχει γίνει αποδέκτης επιστολών από ελληνικές επιχειρήσεις, με τις οποίες εκθέτουν το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν -εδώ υπάρχει ένα διπλό ζήτημα, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο: αφενός με τις επιχειρήσεις που εξάγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αφετέρου με τις επιχειρήσεις, που εισάγουν πρώτες ύλες από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Κανείς δεν μένει ανεπηρέαστος», συμπέρανε τονίζοντας επιπλέον ότι «οι εμπορικοί πόλεμοι έχουν μόνο χαμένους».
Και συμπλήρωσε: «Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι μπαίνουμε σε μια καινούρια δυσάρεστη φάση για όλους. Το λέω αυτό για να το ξέρει κάθε Έλληνας πολίτης. Και αυτό που χρειάζονται είναι πολύ σοβαροί και υπεύθυνοι χειρισμοί».
Εξάλλου, τόνισε, «θα ήταν τα πράγματα χειρότερα για μας εδώ στην Ελλάδα, εάν δεν είχαμε την ανάκαμψη της οικονομίας, που έχουμε τα τελευταία χρόνια. Αν ήταν ξεχαρβαλωμένος ο προϋπολογισμός μας. Αν δεν είχαμε πρωτογενή πλεονάσματα. Εάν δεν είχαν μπει οι τράπεζές μας σε μια σειρά. Εάν συνέβαιναν αυτά που συνέβαιναν την περασμένη δεκαετία θα ήμασταν πολύ περισσότερο εκτεθειμένοι. Και επίσης, αν είχαμε μια κυβέρνηση, η οποία δεν έχει την τεχνική επάρκεια να χειριστεί αυτά τα θέματα, που συζητάμε τόση ώρα».
Αναφερόμενος στη σημερινή απεργία, ειδικότερα της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, σημείωσε ότι η κυβέρνηση προσέφυγε κατά της κινητοποίησης με δύο προσφυγές, κατά των τηλεπικοινωνιακών υπαλλήλων και κατά των ελεγκτών. Στην πρώτη δικαιώθηκε η κυβέρνηση, στη δεύτερη απερρίφθη η προσφυγή της, καθώς «η δικαστής θεώρησε ότι δεν υπάρχουν, με βάση το σκεπτικό που δημοσιεύτηκε, δυσμενείς συνέπειες από αυτή την απεργία».
Για τα αιτήματα των δημοσίων υπαλλήλων, υπογράμμισε ότι «για πρώτη φορά η αύξηση του κατώτατου μισθού συνδέεται και με αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πλούσιοι, ούτε ότι οι Έλληνες είναι πλούσιοι. Λέω ότι ήμασταν το 2020 στο 60% του μέσου όρου κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουμε βρεθεί πέντε χρόνια μετά, στο 70%». Κάτι που συμβαίνει χάρη στην ταχύτερη ανάπτυξη και στην πολιτική που «συνδυάζει τη δημοσιονομική σύνεση με μια φιλοεπενδυτική προσέγγιση».
Ερωτηθείς για το αίτημα να καταβληθούν νωρίτερα οι συντάξεις, υπενθύμισε ότι και το 2017 και το 2020 και το 2023 «είχαμε ακριβώς την ίδια κατάσταση» και «οι συντάξεις τότε δόθηκαν μετά το Πάσχα και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε».
Ο κ. Χατζηδάκης συνέχισε με ένα πολιτικό μήνυμα, «εμείς λέμε ότι με τη Νέα Δημοκρατία μπορούν να γίνουν και γίνονται σταθερά βήματα μπροστά. Ξέρουμε ότι υπάρχουν οι άλλοι που λένε ότι θα... εκτοξεύσουν την ελληνική οικονομία». Όμως, συνέχισε, «εμείς δεν μπορούμε να την εκτοξεύσουμε την ελληνική οικονομία. Μπορούμε με σιγουριά και ασφάλεια να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό μπορούμε να κάνουμε». Και, κλείνοντας, υπογράμμισε ότι «δεν αξίζει ιδιαίτερα σε αυτή τη φάση με την διεθνή κρίση που πάλι έχει ενσκήψει στην οικονομία, να πειραματιστούμε με λεφτόδεντρα και μαγικές συνταγές».