«Σε μία υπόθεση κοινωνικής επιβίωσης η κυβέρνηση έχει επιλέξει να σταθεί από την πλευρά της αισχροκέρδειας και των υπερκερδών ελάχιστων εταιρειών», δήλωσε η βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, Έφη Αχτσιόγλου στο "Κόκκινο 105,5".
«Βρισκόμαστε μπροστά στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, σε κίνδυνο εκ νέου φτωχοποίησης και ανθρωπιστικής κρίσης», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι «οι πολίτες βλέπουν πως η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για να τους προστατεύσει» και την ίδια ώρα «υπάρχουν εταιρείες που σωρεύουν υπερκέρδη και η ΔΕΗ έχει μετατραπεί σε ιδιωτική επιχείρηση, ο Διευθύνων Σύμβουλός της απολαμβάνει μισθούς εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ και εισπράττει μπόνους μαζί με τα στελέχη της».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «ζητάμε ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021 την επιβολή πλαφόν στη χονδρική και στη λιανική τιμή τους ρεύματος και του φυσικού αερίου. Αυτό απαιτούσε σύγκρουση με πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα και θα προστάτευε τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Όμως είναι μία επιλογή που η κυβέρνηση δεν κάνει. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποφασίσει να πτωχεύσει ο λαός για να συνεχίσουν να σωρεύουν υπερκέρδη συγκεκριμένες εταιρείες παραγωγής ενέργειας. Με τη ρήτρα αναπροσαρμογής εγγυάται τη διασφάλιση των υπερκερδών τους».
Για τον κατώτατο μισθό σημείωσε ότι «είχε χάσει το 14% της αγοραστικής του δύναμης ήδη από τον Ιανουάριο, πριν ο πληθωρισμός σημειώσει νέα έκρηξη που φτάνει το 10%. Η αύξηση του 7,5% δεν μπορεί επ' ουδενί να καλύψει τις απώλειες. Με απόφαση της κυβέρνησης ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να επιτελέσει τη στοιχειώδη βιοποριστική του λειτουργία και βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του 2010».
Αναφερόμενη στις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. την 15η Μαΐου επισήμανε ότι «η συμμετοχή του κόσμου θα εκπέμψει ένα πολύ ισχυρό μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να παίζει με τις τύχες των πολιτών».
Σχολιάζοντας, τέλος, τη μεγάλη πτώση της χώρας στη διεθνή κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου ανέφερε ότι «επιβεβαιώνεται αυτό που ο κάθε πολίτης ζει καθημερινά από το καλοκαίρι του 2019, μία γενικευμένη υποβάθμιση των θεσμών της δημοκρατίας, της πολυφωνίας και του πλουραλισμού του Τύπου. Υπάρχει όμως ένα όριο πέραν του οποίου η λογική της μονοφωνίας -που προσβάλλει όσα βιώνουν οι πολίτες- γίνεται μπούμερανγκ για την κυβέρνηση».