ΕΥΖην

Η κρυφή δύναμη των αναπάντητων ερωτήσεων: Από τον Σωκράτη στο Ζεν και το Τώρα


Ένας νους που ζει με ερωτήσεις δεν είναι χαμένος· είναι ξύπνιος, ζωντανός και συνεχώς διευρυνόμενος

Τι είναι μία ερώτηση; Ένας στενός ορισμός θα έλεγε ότι είναι μια «πράξη αναζήτησης πληροφοριών». Όμως, πολλές φιλοσοφικές και πνευματικές παραδόσεις βλέπουν τις ερωτήσεις ως κάτι πιο βαθύ: έναν τρόπο να ανοίξουμε το μυαλό, όχι απλώς να το γεμίσουμε. Από τον Σωκράτη μέχρι τους δασκάλους του Ζεν, οι ερωτήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να αμφισβητήσουν υποθέσεις, να διευρύνουν την αντίληψη και να πυροδοτήσουν μεταμορφώσεις. Από αυτή την οπτική, η αξία μιας ερώτησης δεν βρίσκεται στην απάντηση που παράγει, αλλά στον χώρο που δημιουργεί για στοχασμό και έμπνευση.

Στην εποχή μας, που κυριαρχείται από τα δεδομένα, φαίνεται ότι τα πάντα είναι σχεδιασμένα για να μας παρέχουν λύσεις. Κάθε μέρα, η Google επεξεργάζεται ένα τεράστιο αριθμό 13,7 δισεκατομμυρίων αναζητήσεων — σχεδόν 5 τρισεκατομμύρια τον χρόνο. Μέσα στη συνεχώς αυξανόμενη θάλασσα των chatbots της Τεχνητής Νοημοσύνης, το ChatGPT μόνο του διαχειρίζεται πάνω από ένα δισεκατομμύριο ερωτήσεις καθημερινά. Περιτριγυρισμένοι από αυτή την χιονοστιβάδα απαντήσεων, προχωράμε μπροστά προς τις βεβαιότητες, σπάνια σταματώντας να παρατηρήσουμε την ήσυχη αλλά ισχυρή στιγμή πριν — τη στιγμή που θέτουμε μία ερώτηση.

Αν και κάνουμε ερωτήσεις όλη μέρα, έχουν γίνει σχεδόν αυτόματες εντολές για την εύρεση πληροφοριών. Η πραγματική τους δυναμική ισοπεδώνεται από την εμμονή μας στις γρήγορες απαντήσεις.

Οι ερωτήσεις διατρέχουν τις συζητήσεις μας, οδηγούν την περιέργειά μας και διαμορφώνουν τη συγκέντρωσή μας. Μας βοηθούν να ανακαλύπτουμε, να επικοινωνούμε, να εκφραζόμαστε, να αμφισβητούμε, να συζητάμε, να εμπνέουμε και ακόμη και να συμμετέχουμε σε συζητήσεις μικρού ενδιαφέροντος — μερικές φορές απλώς για να ακουστούμε. Είναι και ένας τρόπος να αναζητούμε και να αποκτούμε τις πληροφορίες, που χρειαζόμαστε για να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις.

Είναι όμως οι ερωτήσεις μόνο "φτυάρια", που σκάβουν για να βρουν τις πιο αποτελεσματικές απαντήσεις; Κάποιες ερωτήσεις τίθενται χωρίς προσδοκία απάντησης. Άλλες δεν έχουν απάντηση. Εν συντομία:

Οι ερωτήσεις δεν υπάρχουν για απαντήσεις — στέκονται μόνες τους

Αυτή η ιδέα δεν είναι καινούργια. Το 1929, ο Φέλιξ Σ. Κόεν την εξέτασε στο κλασικό του δοκίμιο «Τι είναι μια ερώτηση;». Υποστήριξε ότι οι ερωτήσεις δεν είναι απλώς η αφετηρία της σκέψης, χρήσιμες μόνο για να φτάσουμε στον στόχο. Στη φιλοσοφία, επισήμανε, οι ερωτήσεις τείνουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις απαντήσεις. Όπως έγραψε ο ίδιος:

Εκείνοι που διατύπωσαν τα προβλήματα του κόσμου, το αξίζουν πιο συχνά να ονομάζονται ‘φιλόσοφοι’ από εκείνους που τα επιλύουν

Η δήλωση αυτή φέρνει στο νου γίγαντες όπως ο Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν και ο Πολ Φάγιεραμπεντ, των οποίων οι ερωτήσεις ακόμα ταρακουνούν το μυαλό μας.

Είναι λοιπόν έκπληξη ότι οι περισσότεροι φιλόσοφοι, οι σπουδαίοι ερωτητές της ιστορίας, δεν ασχολήθηκαν με το τι είναι πραγματικά οι ερωτήσεις. Η φιλοσοφία, άλλωστε, χτίζεται πάνω σε ερωτήσεις.

Αυτό ίσως φαίνεται ιδιαίτερα περίεργο στην περίπτωση του Σωκράτη. Αν κάποιος ενσάρκωνε το πνεύμα της έρευνας, αυτός ήταν εκείνος. Οι διάλογοι του Πλάτωνα απεικονίζουν έναν άνθρωπο τόσο αφιερωμένο στην ερώτηση που η διάσημη δήλωσή του — «ο δέ ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω» (Η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο)— αντηχεί ακόμα μετά από περισσότερα από 2.400 χρόνια. Ήταν πρόθυμος να πιει το κώνειο, παρά να εγκαταλείψει τη ζωή της φιλοσοφικής αναζήτησης, η οποία διεξαγόταν μέσω αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν «Σωκρατική μέθοδος». Και παρ’ όλα αυτά, σε όλους τους εκτενείς διαλόγους του Πλάτωνα, ο Σωκράτης δεν σταματά ποτέ να εξετάσει το ίδιο το πράγμα γύρω από το οποίο έκτισε τη ζωή του — τη φύση και τη δύναμη των ερωτήσεων. Μήπως όμως υπήρχε λόγος για αυτό; Θα το δούμε καλύτερα πιο κάτω...

Η δύναμη των ερωτήσεων: Mεταμόρφωση

Κοιτάζοντας πιο βαθιά, γίνεται αδύνατο να αγνοήσουμε: Η ίδια η ζωή είναι μια ανοιχτή ερώτηση, ένα τεράστιο κοσμικό αίνιγμα. Αυτή η θεμελιώδης αβεβαιότητα έχει καθοδηγήσει τόσο τη φιλοσοφία όσο και την επιστήμη από την αυγή της ανθρώπινης σκέψης. Ίσως όταν σταματήσουμε να απαιτούμε απαντήσεις και αφήσουμε το ερωτηματικό να παραμείνει σε όλο του το ακατέργαστο μυστήριο, ανακαλύψουμε κάτι βαθύ — μια αχρησιμοποίητη δύναμη ικανή να επεκτείνει το μυαλό μας και να επανασχεδιάσει τον τρόπο με τον οποίο συνδεόμαστε με τη ζωή ίδια.

Ευτυχώς, μπορούμε να στραφούμε σε φιλοσοφικές και μυστικιστικές παραδόσεις που άνθισαν με βάση τις συνεχείς ερωτήσεις. Δύο από αυτές ξεχωρίζουν για το γεγονός ότι έκαναν την αμφισβήτηση μια ενεργή δύναμη μεταμόρφωσης.

  • Πρώτα, στην αρχαία Ελλάδα, ο Σωκράτης κατείχε την τέχνη της αδιάκοπης έρευνας — οι ερευνητικές και συχνά εκνευριστικές ερωτήσεις του καταγράφηκαν στους Σωκρατικούς Διαλόγους του Πλάτωνα.
  • Χρόνια αργότερα, στην Ιαπωνία, η σχολή Rinzai του Ζεν ακολούθησε μια πολύ διαφορετική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας τα Κοάν — μπερδεμένες, αινιγματικές ερωτήσεις που είχαν σκοπό να σοκάρουν τους μαθητές και να τους οδηγήσουν σε ξαφνικές ενσυνειδήσεις.
  • Πηγαίνοντας μπροστά στον 20ο αιώνα, προστίθεται ένας ακόμη δάσκαλος στο "κλαμπ" των ερωτήσεων: Ο Jiddu Krishnamurti (Τζίντου Κρισναμούρτι), του οποίου οι διαλογιστικές έρευνες περιστράφηκαν γύρω από ερωτήσεις που δεν είχαν σκοπό να απαντηθούν καθόλου.

Καθεμία από αυτές τις παραδόσεις τοποθέτησε τις ερωτήσεις στην καρδιά της σχέσης δασκάλου-μαθητή, μια διαδικασία που ο Πλάτωνας αποκάλεσε Ψυχαγωγία  - αγωγή της ψυχής.

Αλλά αυτό που τις κάνει πραγματικά συναρπαστικές είναι η άρνησή τους να αντιμετωπίσουν τις ερωτήσεις ως απλά εργαλεία για την απόκτηση απαντήσεων. Μόνο ο Krishnamurti μίλησε άμεσα για την μυστική δύναμη της αμφισβήτησης, αλλά και οι τρεις παραδόσεις θεώρησαν τις ερωτήσεις ως αυτόνομες δυνάμεις, σπίθες ικανές να πυροδοτήσουν το μυαλό και την καρδιά.

Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στο πώς το έκαναν αυτό.

Σωκράτης: Ερωτήσεις που καθαρίζουν την ψυχή

Ο Σωκράτης είχε μια μέθοδο. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν οι θεωρίες του που τον έκαναν θρυλικό — ήταν η ίδια η μέθοδος, το μεγαλύτερο και πιο ανθεκτικό επίτευγμά του. Οι ακονισμένες, ανατρεπτικές συνομιλίες του ήταν τόσο ηλεκτρισμένες, που πυροδότησαν μια κίνηση μιμητών μετά το θάνατό του, γέννησαν ένα νέο λογοτεχνικό είδος και έγιναν ο σκελετός της φιλοσοφικής εκπαίδευσης στην Ακαδημία του Πλάτωνα.

Αλλά αν ανοίξεις τους πυκνούς διαλόγους του Πλάτωνα, θα παρατηρήσεις δύο ξεχωριστούς τύπους συνομιλιών. Ο ένας, πιθανώς πιο πιστός στον ιστορικό Σωκράτη, τον δείχνει να προκαλεί νέους ανθρώπους να αμφισβητήσουν τις πιο βαθιές πεποιθήσεις τους, χωρίς ποτέ να τους διδάσκει ηθικά μαθήματα ή να προωθεί τις δικές του πεποιθήσεις. Οι μελετητές ονομάζουν αυτούς τους διαλόγους "πρώιμους", όπου ο Πλάτωνας ακόμη τιμούσε το ανήσυχο πνεύμα του Σωκράτη.

Η βασική διαφορά; Με τον Σωκράτη, οι ερωτήσεις οδηγούσαν σε ανοιχτό προβληματισμό και αποδέχονταν το «μη γνωρίζω». Με τον Πλάτωνα, οι ερωτήσεις γίνονταν ρητορικά βήματα προς απόλυτα συμπεράσματα.

Ο Σωκράτης δεν χρησιμοποιούσε απλώς ερωτήσεις. Χωρίς να έχει τίποτα να διδάξει, να υπερασπιστεί ή να κηρύξει, απλά ρωτούσε, χωρίς να προσφέρει ποτέ τις δικές του απαντήσεις. Ο στόχος: Ελέγχος — αναίρεση. Οι ερωτήσεις του δεν ήταν λίθοι για τη γνώση· ήταν μπάλες κατεδάφισης, που συντρίβουν τις ψευδείς πεποιθήσεις και εκθέτουν τις αυταπάτες της βεβαιότητας.

Σε αντίθεση με τους σοφιστές, οι οποίοι περηφανεύονταν για την πώληση «ποιοτικών» απαντήσεων στους μαθητές τους, ο Σωκράτης έκανε το αντίθετο: Ξετύλιγε την αυτοπεποίθηση, μετατρέποντας τις πεποιθήσεις σε εύθραυστες ερωτήσεις. Για εκείνον, η φιλοσοφία δεν αφορούσε την επίτευξη απαντήσεων, αλλά το να παραμένει κανείς ζωντανός στην ανησυχία της αναζήτησης. Ξεκινούσε με μια απλή ερώτηση και άφηνε τα λόγια του συνομιλητή του να καθοδηγήσουν τη συζήτηση. Αλλά σύντομα, οι ερωτήσεις του θα σφιγγόντουσαν σαν θηλιά. Στο τέλος, ο συνομιλητής του, μπλεγμένος στις αντιφάσεις, θα έμενε άφωνος, συνειδητοποιώντας ότι ήξερε πολύ λιγότερα απ’ όσα πίστευε.

Με την πρώτη ματιά, ο τελικός στόχος του Σωκράτη φαίνεται να είναι η απορία, μια κατάσταση που αποτυπώνεται καλύτερα στην απογοητευμένη ομολογία του Μένωνα, αφού ο Σωκράτης ανατρέπει τον ορισμό της αρετής του: «Το μυαλό μου και η γλώσσα μου είναι μουδιασμένα και δεν έχω καμία απάντηση να σας δώσω».

Οι φιλόσοφοι παραμένουν διχασμένοι ως προς το αν η αμφισβήτηση του Σωκράτη οδηγεί στην αλήθεια ή απλώς παγιδεύει τους συνομιλητές του στην ανοιχτή αβεβαιότητα. Είναι οι ερωτήσεις του μόνο για να αποσυντονίσουν, αφήνοντας τους συνομιλητές του εγκλωβισμένους στην απορία; Και αν ναι, πώς εξυπηρετεί αυτό τον μεγαλύτερο σκοπό του ως φιλόσοφος; Πιστεύει ότι η αμφισβήτηση μπορεί να οδηγήσει σε γνώση; Αν και ο Σωκράτης παρουσιάζει τον εαυτό του ως ίσο συμμετέχοντα στην αναζήτηση, ξέρει ακριβώς πού κατευθύνεται η συζήτηση. Η απορία δεν είναι ένα ακούσιο αδιέξοδο — αλλά είναι ένα αυθεντικό βήμα προς τη σοφία, ή απλώς ένας έξυπνος τρόπος να ταπεινώσει τον αντίπαλό του;

Εδώ έρχεται μια θαυμάσια συνειδητοποίηση: Ο Σωκράτης δεν ήταν απλώς ένας σκεπτικιστής χωρίς δικές του πεποιθήσεις. Έβλεπε τη μέθοδό του ως ιερή υποχρέωση προς τον Απόλλωνα. Ο στόχος του Σωκράτη δεν ήταν να καταστρέψει, αλλά να αναδομήσει. Η αμφισβήτησή του ήταν μια μορφή διανοητικής κάθαρσης, ξυπνώντας τους ανθρώπους από τους δογματικούς τους λήθαργους και οδηγώντας τους σε πραγματική περιέργεια.

Αυτό απεικονίζεται με ζωηρό τρόπο στον Σοφιστή, όπου ο Σωκράτης συγκρίνει την προσέγγισή του με εκείνη των γιατρών, οι οποίοι καθαρίζουν το σώμα από τα εμπόδια πριν το θρέψουν. Το ίδιο ισχύει για την ψυχή — δεν μπορεί να απορροφήσει πραγματική μάθηση μέχρι να απομακρυνθούν οι ψευδείς απόψεις. Η απορία δεν είναι αδιέξοδο, αλλά μια διάνοιξη, μια ώθηση προς την αυτοσυνειδησία.

Ο Σωκράτης δεν προσπαθεί να ταπεινώσει· βοηθά τη σκέψη να γεννηθεί, επιτρέποντας στην εσωτερική σοφία να ξαναβρεθεί. Το μούδιασμα της απορίας είναι το σημάδι ότι η πραγματική σκέψη έχει τελικά αρχίσει.

Ζεν Κοάν: Κρεμασμένος πάνω από την άβυσσο

Τον 12ο αιώνα, ένας βαθύς διχασμός διέσπασε τον κινεζικό Βουδισμό σε δύο παραδόσεις. Η μία αγκάλιασε τη σιωπηλή φώτιση, υποστηρίζοντας τον καθιστικό διαλογισμό (που σήμερα είναι γνωστός ως το ιαπωνικό ζαζέν). Η άλλη προέκρινε την έντονη εστίαση σε ένα "γκονγκ αν", το οποίο αργότερα ονομάστηκε Κοάν—μια εντυπωσιακή φράση ή αινιγματική δήλωση, που θεωρείται ικανή να πυροδοτήσει μια καταλυτική πνευματική ανατροπή.

Τα Κοάν, κυριολεκτικά «δημόσιες ανακοινώσεις», δεν είναι τυχαία λεκτικά αινίγματα. Είναι σύντομες αλλά ισχυρές ανταλλαγές, συχνά αντλημένες από τα αρχεία διαλόγων των δασκάλων του Ζεν. Αρχικά ήταν απαντήσεις σε ερωτήσεις μαθητών, αλλά σταδιακά μετασχηματίστηκαν σε γρίφους, σχεδιασμένους να παραξενεύουν και να αφυπνίζουν. Ένα Κοάν μοιάζει με φιτίλι διορατικότητας—αν το κοιτάξεις αρκετά, μπορεί να εκραγεί, διαλύοντας τη «λογιστική σκέψη» σε μια στιγμή.

Η προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί ένα κοάν λογικά είναι μάταιη. Από τη φύση του, αντιστέκεται σε κάθε ορθολογική σύνδεση μεταξύ λέξεων και νοήματος. Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι ο σκοπός του είναι απλώς να αιφνιδιάσει τον αρχάριο, χάνουμε κάτι βαθύτερο. Η γλώσσα του κοάν μπορεί να φαίνεται παράλογη, αλλά μεταφέρει με απόλυτη ειλικρίνεια την ουσία του Ζεν.

Το Ζεν δεν απαντά σε ερωτήσεις - απαιτεί άμεση βίωση. Πρέπει να λες μόνο ό,τι μπορεί να ειπωθεί και να ενσαρκώνεις ό,τι δεν μπορεί. Έτσι, όταν ο Δάσκαλος Τσάο-τσόου ερωτάται αν ένας σκύλος έχει Βουδική φύση και απαντά με το Ου! («όχι» ή «κανένα»), δεν την αρνείται. Αντίθετα, κόβει μέσα από το δόγμα, ωθώντας μας να τη βρούμε στην ακατέργαστη αμεσότητα της ίδιας της ζωής.

Ο Daisetsu Teitaro Suzuki στο έργο του "The Zen Koan as a Means of Attaining Enlightenment", αφιερώνει πολλές σελίδες στην ιλιγγιώδη πορεία ενός μαθητή του Ζεν, που παλεύει με το αίνιγμα που του αναθέτει ο δάσκαλός του. Ο δάσκαλος είναι ο αμείλικτος ερωτών, μεταθέτοντας όλο το βάρος της απάντησης στους ώμους του μαθητή. Δεν υπάρχει καθοδήγηση - μόνο πίεση. Ο δάσκαλος εντείνει τη διανοητική ένταση του μαθητή, απαιτώντας να βυθιστεί στο κοάν μέρα και νύχτα, μέχρι να φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο μεταμόρφωσης.

Αρχικά, ο μαθητής αγωνίζεται να βρει λογικές συνδέσεις, αλλά η αλληλεπίδραση με τον δάσκαλο διαλύει κάθε τέτοια προσπάθεια. Το μυαλό του συσπειρώνεται σε μια και μόνη απορροφητική σφαίρα αμφιβολίας, πλήρως επικεντρωμένη στο κοάν. Κάθε σκέψη—είτε κάθεται είτε στέκεται, περπατά ή ξαπλώνει—πρέπει να περιστρέφεται γύρω του. Η εικασία είναι άχρηστη· το κοάν πρέπει να γίνει άγευστο, δίχως κανένα διανοητικό έρεισμα. Σταδιακά, αυτή η ψυχική ένταση βυθίζει τον μαθητή σε μια βαθιά αποπροσανατολιστική κατάσταση, σαν να κρέμεται πάνω από μια άβυσσο - μια κατάσταση διαγραφής, ανησυχίας και μιας ανεξήγητης, αυξανόμενης χαράς.

Αυτός ο αποπροσανατολισμός σηματοδοτεί την τελική υπέρβαση. Αν ο μαθητής βιώσει πλήρως το ψυχολογικό αδιέξοδο, ο φαινομενικά ανυπέρβλητος τοίχος συντρίβεται, και το κοάν διαλύεται - όχι μέσω λογικής, αλλά μέσω αφύπνισης.

Η απάντηση δεν διδάσκεται. Αναπαράγει την κατάσταση συνείδησης του δασκάλου μέσα στην ίδια την ύπαρξη του μαθητή

Οι περιγραφές αυτής της επίγνωσης είναι εντυπωσιακά ποιητικές: η ξαφνική λάμψη του νου του Βούδα, ένα φως που αποκαλύπτει το Ντάρμα σε κάθε κόκκο σκόνης· η εκστατική γεύση της αληθινής γνώσης, σαν να πίνεις από μια αστείρευτη πηγή· ή η αίσθηση του νου που ραγίζει, συνειδητοποιώντας ότι η αλήθεια ήταν πάντοτε εκεί.

Όπως διακήρυξε ο Τάι-Χούι, όλες οι γραφές είναι απλώς σχόλια πάνω σε εκείνη τη μία, ηλεκτρισμένη κραυγή: «Α, αυτό!»

Η απάντηση δεν εκφέρεται - αποκαλύπτεται. Ένα κοάν όπως «Ποιος είναι ο ήχος του ενός χεριού που χειροκροτεί;» δεν λύνεται με σκέψη, αλλά με το να ακούσεις την απάντηση πέρα από τις λέξεις.

Τζίντου Κρισναμούρτι: Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση

Αν κάποιος μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Σωκράτη στην τέχνη της ερωταπόκρισης, αυτός ήταν ο Τζίντου Κρισναμούρτι. Σε έναν δημόσιο διάλογο του 1967 μπορείς να μετρήσεις (τουλάχιστον) 192 ερωτηματικά στις δικές του φράσεις. Οι συνομιλητές του, που ξεκίνησαν ως ερωτώντες, μετά βίας κατάφεραν να διατυπώσουν 23, πριν συνειδητοποιήσουν ότι είχαν γίνει οι ίδιοι οι απαντώντες.

Στις δημόσιες ομιλίες του, ιδίως κατά τη διάρκεια των συνεδριών ερωτήσεων και απαντήσεων, όταν το κοινό περίμενε σαφείς εξηγήσεις, ο Κρισναμούρτι ανέτρεπε τις προσδοκίες τους. Το 1982, άνοιξε μια τέτοια συνεδρία με μια απλή αλλά βαθυστόχαστη ερώτηση: «Χρειάζονται οι ερωτήσεις απαντήσεις ή υπάρχουν μόνο ερωτήσεις;»

Γι’ αυτόν, το κρίσιμο δεν ήταν η απάντηση, αλλά το πώς κάποιος συναντά την ερώτηση. Αντί να κυνηγά λύσεις, προέτρεπε τους ανθρώπους να παρατηρούν τις ίδιες τους τις αντιδράσεις—την παρόρμηση να ξεφύγουν, να προσκολληθούν σε εύκολα συμπεράσματα.

Μια ερώτηση, όταν βιωθεί πλήρως, γίνεται καθρέφτης που αντανακλά τον ίδιο τον νου

Αντί να επιλύει ερωτήματα, ο Κρισναμούρτι καλούσε το ακροατήριό του να εισχωρήσει μέσα τους, να ερευνήσει με δισταγμό, δίχως προκαταλήψεις. «Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση», επέμενε. Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε προειδοποιήσει για τη χρήση των ερωτήσεων μόνο σε στιγμές κρίσης. Για εκείνον, ο ερωτηματικός νους ήταν μια διαρκής δύναμη - μια δύναμη που διαταράσσει την ανάγκη του εγκεφάλου για ασφάλεια και ανοίγει τον δρόμο σε βαθύτερη κατανόηση.

Το αχόρταγα ερευνητικό πνεύμα του Κρισναμούρτι φάνηκε ξεκάθαρα όταν μια μικρή ομάδα τον ρώτησε, σε ηλικία 86 ετών, για τη φύση του Θεού. Όμως, αντί να παίξει τον ρόλο του παραδοσιακού γκουρού, μετέθεσε εντελώς την εστίαση—όχι στις απαντήσεις, αλλά στον τρόπο με τον οποίο κάποιος προσεγγίζει μια ερώτηση. Για τον Κρισναμούρτι, το «Τι είναι ο Θεός;» ήταν αναπάντητο - ούτε το γνώριζε, ούτε πίστευε πως κάποιος μπορούσε να το γνωρίζει. Αντί λοιπόν να θεωρητικολογήσει, στράφηκε προς τα μέσα:

Μπορεί ο νους να σταθεί εντελώς ελεύθερος από την προηγούμενη γνώση, να συναντήσει το άγνωστο, χωρίς να αναζητήσει καταφύγιο σε πεποιθήσεις;

Αυτό το αποκαλούσε πράξη κάθαρσης.

Κάποιος παρατήρησε ότι ερωτήσεις όπως «Πιστεύετε στον Θεό;» λειτουργούν σαν ζάχαρη για τα μυρμήγκια - ο νους ορμάει πάνω τους, εκπαιδευμένος να ανταποκρίνεται. Αλλά ο Κρισναμούρτι αντιστεκόταν σε αυτό το αντανακλαστικό. Όταν μια ερώτηση κρατηθεί με πλήρη επίγνωση, χωρίς βιασύνη για απαντήσεις, συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο - ο νους ανοίγει σε μια ανεξερεύνητη πηγή σοφίας, ενέργειας και απελευθερωτικής δύναμης.

Αυτή τη στάση επιδίωκε να καλλιεργήσει σε όσους τον προσέγγιζαν. Όπως ο Σωκράτης, έτσι και εκείνος ακολουθούσε έναν αδιάκοπο κύκλο ερωτήσεων και απόρριψης, με μια ερώτηση να επανέρχεται, να πιέζει, να αρνείται να διαλυθεί.

Αν κάποιος τον ρωτούσε, λόγου χάρη, «Ποια είναι η φύση του φόβου;», εκείνος θα επέστρεφε αμέσως την ερώτηση - όχι ως ένα πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ως καθρέφτη που αποκαλύπτει τις προγραμματισμένες αντιδράσεις του νου. Όποιος επιχειρούσε να απαντήσει, καταλάβαινε γρήγορα το λάθος του.

Ο Κρισναμούρτι έκανε δύο πράγματα ταυτόχρονα: υπογράμμιζε την επείγουσα σημασία της ερώτησης, ενώ ταυτόχρονα απέκλειε κάθε προσπάθεια επίλυσης.

Δεν άφηνε κανένα περιθώριο διαφυγής. Η ίδια η σκέψη -το εργαλείο στο οποίο βασιζόμαστε για να ερευνούμε- αποκαλυπτόταν ως ανεπαρκής. Η πίεση αυξανόταν. Τα συνήθη αντανακλαστικά κατέρρεαν. Κρατημένος σε μια κατάσταση χωρίς διέξοδο, ο νους συγκέντρωνε όλη του την ενέργεια, συμπυκνωνόταν, εντεινόταν - μέχρι που, ξαφνικά, συνέβαινε η ρήξη. Ο νους, μη αναζητώντας πλέον καταληκτική απάντηση, ξυπνούσε πλήρως, ανοιχτός και ζωντανός μέσα στην ίδια την ερώτηση.

Ζώντας με ερωτήσεις

Από την Κλασική Ελλάδα έως τον 20ό αιώνα, αυτές οι τρεις προσεγγίσεις χαράζουν έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο για τις ερωτήσεις—έναν δρόμο που απορρίπτει τη βολή των απαντήσεων, των θεωριών ή των τακτοποιημένων εννοιών. Αντί γι’ αυτό, μας ρίχνουν, εμάς τους αναζητητές, πίσω στον ίδιο μας τον εαυτό, απαιτώντας να αναλάβουμε πλήρως την ευθύνη της δικής μας αφύπνισης.

Στα χέρια τους, οι ερωτήσεις μεταμορφώνονται σε καθαρτήρια του νου και της ψυχής, απογυμνώνοντάς μας από προδιαγεγραμμένες αντιδράσεις, ψευδή γνώση και βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις. Δεν οδηγούν το μυαλό προς τα εμπρός· το παγιδεύουν σε αδιέξοδο, κλείνοντας κάθε δίοδο διαφυγής, μέχρι η μόνη διέξοδος να είναι προς τα μέσα. Όμως δεν συντρίβουν απλώς για να αφήσουν κάποιον σε ερείπια—καθαρίζουν το έδαφος για να αναδυθεί κάτι νέο.

Η ελπίδα τους; Να μας ταρακουνήσουν από τον φιλοσοφικό μας λήθαργο, να απογυμνώσουν τις ψευδαισθήσεις και να μας θέσουν σε μια πορεία αυθεντικής αναζήτησης.

Και μερικές φορές, με την ωμή τους δύναμη, αυτές οι ερωτήσεις μας τραβούν πέρα από τα όρια της ίδιας της σκέψης, προσφέροντας φευγαλέες ματιές σε μια αλήθεια που γίνεται μόνο να βιωθεί.

Πάνω απ’ όλα, όμως, αυτές οι ξεχωριστές διαδρομές μάς καλούν να αγαπήσουμε την ίδια την παρουσία των ερωτήσεων. Αντί να τις αντιμετωπίζουμε ως ανησυχητικές σκιές του αγνώστου, ως προβλήματα προς επίλυση και παραμέρισμα, μπορούμε να μάθουμε να τις καλωσορίζουμε - να τις αφήνουμε να σιγοβράσουν, να ξεδιπλωθούν, να μας διαμορφώσουν.

Δεν αρκεί να διατυπώνουμε εύστοχες ερωτήσεις· σημασία έχει να τις κρατάμε με τρόπο που μας μεταμορφώνει, αξιοποιώντας πλήρως τη δύναμή τους να ανασχηματίζουν τον νου - όχι με σκοπό τις άμεσες απαντήσεις, αλλά την ανακάλυψη μιας βαθύτερης, αυθεντικότερης κατανόησης.

Ένας νους που ζει με ερωτήσεις δεν είναι χαμένος· είναι ξύπνιος, ζωντανός και συνεχώς διευρυνόμενος.

Όπως έλεγε και ο φυσικός Ρίτσαρντ Φάινμαν:

Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να ζεις χωρίς να γνωρίζεις, παρά να έχεις απαντήσεις που μπορεί να είναι λάθος

Α.Ν

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα