Η ιδέα της «γνωσιακής επαγρύπνησης» υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι διαθέτουμε φυσικούς μηχανισμούς για να ανιχνεύουμε τα ψέματα και να εκτιμούμε την αξιοπιστία των άλλων. Όμως, έρευνες και φιλόσοφοι, όπως ο Τζόζεφ Σίμπερ, αμφισβητούν αυτή την άποψη, προτείνοντας ότι δεν είμαστε τόσο καλοί στον εντοπισμό της εξαπάτησης όσο νομίζαμε. Και μάλλον... δεν θέλουμε να είμαστε!
Σύμφωνα με τη συμβατική θεωρία, έχουμε ενστικτώδεις μηχανισμούς που μας βοηθούν να φιλτράρουμε την αλήθεια από το ψέμα. Από μικρή ηλικία, τα παιδιά μαθαίνουν να διακρίνουν ποιον να εμπιστεύονται και ποιον να αποφεύγουν. Οι ενήλικες, αντίστοιχα, προσαρμόζουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους στους άλλους, ανάλογα με την αξιοπιστία που επιδεικνύουν. Ωστόσο, τα πειραματικά δεδομένα δείχνουν ότι η ικανότητά μας να ανιχνεύουμε την εξαπάτηση είναι πολύ χαμηλή.
Έρευνες αποδεικνύουν ότι:
-
Οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί στην ανίχνευση του ψεύδους, αφού οι περισσότερες ενδείξεις που χρησιμοποιούμε (όπως η γλώσσα του σώματος) είναι παραπλανητικές.
-
Συχνά αποδίδουμε αξιοπιστία με βάση άσχετους παράγοντες, όπως η εμφάνιση ή η αυτοπεποίθηση κάποιου.
Επομένως, δεν έχουμε γνωσιακή επαγρύπνηση αλλά μια διαφορετική μορφή επαγρύπνησης, που δεν σχετίζεται με την αλήθεια.
Νίτσε: Δεν μας ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά η εικόνα μας
Ο Σίμπερ διατυπώνει τη Θεωρία του Νίτσε, σύμφωνα με την οποία:
Ο στόχος μας στις συζητήσεις δεν είναι να αναζητήσουμε την αλήθεια, αλλά να διαμορφώσουμε την κοινωνική μας εικόνα
Με άλλα λόγια, αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε πληροφορίες με κριτήριο τη χρησιμότητά τους και όχι την ακρίβειά τους.
Όπως το διατυπώνει ο Νίτσε, αναζητούμε την αλήθεια μόνο όταν μας συμφέρει και μας ωφελεί.
Αντιθέτως, απορρίπτουμε τις αλήθειες που είναι δυσάρεστες ή απειλητικές για την κοινωνική μας θέση.
Συνωμοσίες, προκαταλήψεις και η ανάγκη του «ανήκειν»
Αν είχαμε ισχυρή γνωσιακή επαγρύπνηση, θα απορρίπταμε αυτόματα θεωρίες συνωμοσίας και ατεκμηρίωτες πληροφορίες. Όμως, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι δεν λειτουργούν έτσι. Συχνά αποδέχονται ιδέες όχι γιατί είναι αληθείς, αλλά γιατί εξυπηρετούν κοινωνικές ή ψυχολογικές ανάγκες:
-
Αν μια πληροφορία ενισχύει την ομάδα μου, θα την πιστέψω ευκολότερα.
-
Αν ένα ψέμα με κάνει να φαίνομαι έξυπνος, το αναπαράγω χωρίς να το ελέγξω.
-
Αν μια αλήθεια με φέρνει σε δύσκολη θέση, την απορρίπτω.
Αυτό εξηγεί γιατί οι άνθρωποι παγιδεύονται σε «ηχώ-θαλάμους» (echo chambers), αποδεχόμενοι μόνο απόψεις που συμφωνούν με τις δικές τους.
Τι σημαίνει αυτό για τη δικαιοσύνη, την πολιτική και την καθημερινότητά μας;
Αν η αλήθεια δεν είναι πρωταρχικός στόχος για τους ανθρώπους, τότε προκύπτουν σοβαρές συνέπειες:
-
Στη δικαιοσύνη: Πόσο αξιόπιστη είναι η μαρτυρία ενός μάρτυρα, αν το κύριο κριτήριό του δεν είναι η αλήθεια, αλλά η αυτοεικόνα του;
-
Στην πολιτική: Μήπως οι πολιτικοί δεν πείθουν με επιχειρήματα, αλλά απλά λένε αυτά που οι ακροατές τους θέλουν να ακούσουν;
-
Στην καθημερινότητά μας: Αντί να υποθέτουμε ότι κάποιος ψάχνει την αλήθεια, ίσως είναι πιο ρεαλιστικό να κατανοήσουμε ότι οι άνθρωποι επιλέγουν την αλήθεια που εξυπηρετεί τους στόχους τους.
Ζούμε σε έναν κόσμο «Μακιαβελικής επαγρύπνησης»
Η ιδέα ότι ο άνθρωπος αναζητά την αλήθεια από τη φύση του είναι ένας μύθος. Αντί γι’ αυτό, η «Θεωρία του Νίτσε» δείχνει ότι:
-
Η κοινωνική μας θέση έχει προτεραιότητα έναντι της γνωσιακής ακρίβειας.
-
Η αλήθεια γίνεται αποδεκτή μόνο όταν μας εξυπηρετεί.
-
Οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να παραμείνουν πιστοί στην ομάδα τους, παρά να αλλάξουν γνώμη με βάση την ορθολογική σκέψη.
Σε έναν κόσμο γεμάτο παραπληροφόρηση και πολιτική προπαγάνδα, ίσως είναι ώρα να αποδεχτούμε ότι τελικά, η αλήθεια δεν είναι το σημαντικότερο για τους περισσότερους ανθρώπους.
Το ζήτημα είναι, πλέον, αν εμείς όντως θέλουμε να βλέπουμε την αλήθεια.
A.N