Οι ευαίσθητες διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιπροσωπειών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας για δασμούς που απειλούν να ανατρέψουν την παγκόσμια οικονομική ισορροπία διήρκεσαν εχθές 10 ολόκληρες ώρες και θα συνεχιστούν σήμερα, σύμφωνα με δηλώσεις αμερικανού αξιωματούχου στο Associated Press υπό καθεστώς ανωνυμίας.
Δεν υπήρξε άμεση ένδειξη προόδου μετά τη συνάντηση του Σαββάτου μεταξύ του Αμερικανού Υπουργού Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ (Scott Bessent), του Εκπροσώπου Εμπορίου Τζέιμσον Γκριρ (Jamieson Greer) και της κινεζικής αντιπροσωπείας υπό τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Χε Λιφένγκ (He Lifeng). Ο αξιωματούχος που μίλησε στο AP ζήτησε ανωνυμία, λόγω της ευαισθησίας των συνομιλιών, οι οποίες θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν τις παγκόσμιες αγορές που κλονίζονται από την αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας.
Οι συνομιλίες διεξήχθησαν υπό άκρα μυστικότητα, χωρίς καμία δήλωση προς τους δημοσιογράφους κατά την αποχώρηση των αντιπροσωπειών. Πομπές από μαύρα οχήματα αναχώρησαν από την κατοικία του πρεσβευτή της Ελβετίας στον ΟΗΕ στη Γενεύη, όπου φιλοξενήθηκαν οι συνομιλίες.
Οι διαπραγματεύσεις του Σαββάτου έγιναν στην πολυτελή Villa Saladin του 18ου αιώνα, με θέα τη λίμνη της Γενεύης — ένα κτήμα που δωρήθηκε στο ελβετικό κράτος το 1973, σύμφωνα με τις ελβετικές αρχές.
Αν και οι προοπτικές για μια σημαντική συμφωνία φαίνονται αμυδρές, υπάρχει ελπίδα ότι οι δύο χώρες θα μειώσουν τους τεράστιους δασμούς που έχουν επιβάλει η μία στα προϊόντα της άλλης. Ένα τέτοιο βήμα θα πρόσφερε ανακούφιση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και στις εταιρείες και των δύο πλευρών του Ειρηνικού που βασίζονται στο διμερές εμπόριο.
Τον προηγούμενο μήνα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αύξησε τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές συνολικά στο 145%, με την Κίνα να απαντά με αντίμετρα 125% σε αμερικανικά προϊόντα. Σε αυτά τα επίπεδα, οι δασμοί ουσιαστικά ισοδυναμούν με εμπορικό αποκλεισμό, διακόπτοντας ροές εμπορίου που πέρυσι ξεπέρασαν τα 660 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ακόμη και πριν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, ο Τραμπ είχε προαναγγείλει την πρόθεσή του να μειώσει τους δασμούς, γράφοντας στην πλατφόρμα Truth Social: «80% δασμός ακούγεται σωστός! Στον Σκοτ εναπόκειται η απόφαση».
Η Σαν Γιούν (Sun Yun), διευθύντρια του προγράμματος για την Κίνα στο Stimson Center, σημείωσε ότι είναι η πρώτη φορά που ο Χε και ο Μπέσεντ συνομιλούν. Εκφράζει αμφιβολίες για το αν η συνάντηση στη Γενεύη θα αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. «Το καλύτερο σενάριο είναι να συμφωνήσουν ταυτόχρονα σε αποκλιμάκωση των δασμών», δήλωσε, προσθέτοντας πως ακόμη και μια μικρή μείωση θα στείλει θετικό μήνυμα. «Δεν μπορεί να μείνουν μόνο στα λόγια».
Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ χρησιμοποιεί επιθετικά τους δασμούς ως βασικό οικονομικό του όπλο. Έχει, για παράδειγμα, επιβάλει 10% φόρο στις εισαγωγές από σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου.
Η αντιπαράθεση με την Κίνα είναι η πιο σφοδρή. Στους κινεζικούς δασμούς περιλαμβάνεται επιπλέον 20% ως μέσο πίεσης στο Πεκίνο για να καταπολεμήσει τη ροή του συνθετικού οπιοειδούς φαιντανύλης προς τις ΗΠΑ. Το υπόλοιπο 125% αφορά διαμάχες που χρονολογούνται από την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ και προστίθεται σε παλαιότερους δασμούς, φτάνοντας τη συνολική επιβάρυνση για ορισμένα κινεζικά προϊόντα πάνω από 145%.
Κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, η Ουάσινγκτον κατηγόρησε το Πεκίνο για αθέμιτες πρακτικές στον τομέα των προηγμένων τεχνολογιών, όπως η κβαντική υπολογιστική και τα αυτόνομα οχήματα. Οι κατηγορίες περιλάμβαναν υποχρεωτική μεταφορά τεχνογνωσίας, κρατικές επιδοτήσεις και κλοπή ευαίσθητων τεχνολογιών.
Τα ζητήματα αυτά δεν επιλύθηκαν ποτέ πλήρως. Μετά από σχεδόν δύο χρόνια διαπραγματεύσεων, ΗΠΑ και Κίνα κατέληξαν σε μια «Συμφωνία Φάσης Ένα» τον Ιανουάριο του 2020. Η Ουάσινγκτον συμφώνησε τότε να μην προχωρήσει σε νέους δασμούς, ενώ το Πεκίνο δεσμεύτηκε να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων. Ωστόσο, η πανδημία COVID-19 που ξέσπασε λίγο μετά, ανέτρεψε τις εμπορικές ροές και η Κίνα δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της.
Η διαμάχη για την κινεζική τεχνολογική πολιτική αναζωπυρώνεται.
Ο Τραμπ είναι επίσης ενοχλημένος από το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα, που έφτασε τα 263 δισ. δολάρια το 2024.
Ο Τραμπ επιβάλλει βαρύτατους δασμούς και στην Ελβετία
Την Παρασκευή στη Γενεύη, οι Μπέσεντ και Γκριρ συναντήθηκαν και με την Πρόεδρο της Ελβετίας, Κάριν Κέλερ-Σούτερ. Τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ ανέστειλε την επιβολή επιπλέον δασμών 31% στα ελβετικά προϊόντα - ξεπερνώντας ακόμη και τους δασμούς 20% που επέβαλε στις εξαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς το παρόν, αυτοί οι δασμοί έχουν μειωθεί στο 10%, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν ξανά.
Η κυβέρνηση της Βέρνης τηρεί στάση αναμονής, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο που απειλεί κρίσιμους κλάδους της οικονομίας της, όπως τα ρολόγια, οι κάψουλες καφέ, τα τυριά και η σοκολάτα.
«Η αύξηση των εμπορικών εντάσεων δεν είναι προς το συμφέρον της Ελβετίας. Αντίμετρα κατά των αυξήσεων δασμών από τις ΗΠΑ θα είχαν κόστος για την ελβετική οικονομία, ιδιαίτερα αυξάνοντας το κόστος εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες», ανέφερε η ελβετική κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα, προσθέτοντας ότι «η εκτελεστική εξουσία δεν σχεδιάζει προς το παρόν την επιβολή αντιμέτρων».
Οι εξαγωγές της Ελβετίας προς τις ΗΠΑ το Σάββατο υπάγονται σε επιπλέον δασμό 10%, με επιπλέον 21% να αναμένεται να επιβληθεί από την Τετάρτη.
Οι ΗΠΑ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ελβετίας μετά την Ε.Ε, η οποία σχεδόν περικλείει τη χώρα των Άλπεων με πληθυσμό άνω των 9 εκατομμυρίων. Το διμερές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών έχει τετραπλασιαστεί την τελευταία εικοσαετία, σύμφωνα με την κυβέρνηση.
Από την 1η Ιανουαρίου 2024, η Ελβετία κατήργησε όλους τους βιομηχανικούς δασμούς, γεγονός που σημαίνει ότι το 99% των προϊόντων από τις ΗΠΑ μπορούν να εισάγονται στη χώρα ατελώς.