Τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν μια θέση στην ελληνική αγορά, ακριβώς γιατί βλέπουν ότι το επόμενο διάστημα προβλέπεται πολύ θετικό, όπως αναφέρεται στο τετραμηνιαίο περιοδικό του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών ΚΕΠΕ "Οικονομικές Εξελίξεις" το οποίο αναρτήθηκε σήμερα στην ηλεκτρονική σελίδα του κέντρου.
Οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις του ΚΕΠΕ, αναφορικά με την εξέλιξη του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το έτος 2021, στη βάση του δομικού υποδείγματος παραγόντων (structural factor model) του κέντρου, διαμορφώνονται στο 4,7%. Στο ίδιο επίπεδο ανέρχονται και οι σχετικοί εκτιμώμενοι ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο του 2021, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2020, ενώ οι προβλέψεις ανά τρίμηνο εμφανίζουν θετικό πρόσημο, παρουσιάζοντας ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο στο δεύτερο τρίμηνο (11,7% ως προς το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020) και σταδιακή αποκλιμάκωση στη συνέχεια (6,6% στο τρίτο τρίμηνο και 2,8% στο τέταρτο τρίμηνο του έτους).
Ωστόσο, όπως σημειώνεται, η εκτιμώμενη βραχυχρόνια δυναμική ανάκαμψη δεν σημαίνει ότι έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι και οι απειλές για την οικονομία στο επόμενο διάστημα. Το ΚΕΠΕ αναφέρει έξι κινδύνους:
Πρώτος κίνδυνος: η νέα μετάλλαξη του κορονοϊού
Η πρόσφατη «μετάλλαξη Δ» του κορονοϊού και το ενδεχόμενο τέταρτο κύμα δημιουργούν εύλογη ανη- συχία για την οικονομική πορεία ανάκαμψης της χώρας. Ο τουρισμός υπόκειται για δεύτερη χρονιά στην αβεβαιότητα, ενώ ο στόχος για έσοδα ίσα με το 45% εκείνων του 2019 πλέον απομακρύνεται. Εάν το φθινόπωρο ή νωρίτερα χρειαστεί να ληφθούν αποφάσεις για τοπικά lockdown και πρόσθετα μέτρα στήριξης για να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες στην οικονομία, είναι προφανές ότι ο λογαριασμός των 41 δισ. ευρώ, θα μεγαλώσει. Μπορεί ο κορονοϊός να μεταλλάξει το θετικό σενάριο της ελληνικής οικονομίας; Η εκτίμησή μας είναι ότι οι πιθανοί κραδασμοί από τον τουρισμό θα απορροφηθούν από την ίδια τη δυναμική της οικονομίας σε τομείς όπως η κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Δεύτερος κίνδυνος: ο πληθωρισμός
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες πέρασαν και στην ελληνική αγορά και αρχίζουν, πλέον, να γίνονται αισθητές στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ήδη το πρώτο τρίμηνο του 2021 καταγράφονται αυξήσεις11: στο κρέας 17%, στα οπωροκηπευτικά 15%, στα όσπρια 8%, στη ζάχαρη και στα βρεφικά γάλατα 6%, στα τυριά και τα έλαια 5% και στα είδη ατομικής υγιεινής 1%. Το ανησυχητικό είναι ότι το παγκόσμιο κόστος των τροφίμων συνεχίζει να αυξάνεται. Μάλιστα, τον Μάιο το κόστος των τροφίμων έπιασε το ρεκόρ δεκαετίας. Επιπρόσθετα, ο δείκτης «Commodity Food and Beverage Monthly Price Index», των πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του ΔΝΤ παρουσίασε σε έναν μόλις χρόνο αύξηση 30%. Εάν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, τότε είναι ορατός ο κίνδυνος να επηρεαστούν οι τιμές σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα. Εάν συμβεί αυτό, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εξετάσει την περαιτέρω μείωση του ΦΠΑ σε περισσότερα βασικά αγαθά προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων.
Τρίτος κίνδυνος: Η αδυναμία πλήρους απορρόφησης των κοινοτικών κεφαλαίων και υλοποίησης όλων των έργων στην επόμενη πενταετία
Στην επόμενη πενταετία, ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας της χώρας καλούνται να υλοποιήσουν συνολικά (μαζί με τη μόχλευση) έργα ύψους 80-90 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το νέο ΕΣΠΑ, τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική και άλλες κοινοτικές ενισχύσεις. Ο σχεδιασμός για όλες τις κοινοτικές ενισχύσεις ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, γεγονός που αποδεικνύεται από την άμεση έγκριση της ελληνικής πρότασης για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το στοίχημα είναι η ορθολογική και έγκαιρη υλοποίησή του. Η ελληνική Δημόσια Διοίκηση καλείται να απορροφήσει πολλαπλάσιους πόρους σε μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με το παρελθόν. Δυστυχώς, η ιστορική διαδρομή (path dependency) της χώρας δείχνει ότι η Δημόσια Διοίκηση δεν μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από αγκυλώσεις και γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι η συνεχής και επίμονη προσπάθεια των κυβερνήσεων για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και της Δικαιοσύνης.
Τέταρτος κίνδυνος: Τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα
Από το 2023 και μέχρι το 2060, η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην υποχρέωση να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από το 2% του ΑΕΠ. Όμως, στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% το μόνο που κάνουν είναι να κρατούν δέσμια τη χώρα σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουν ή δήθεν επιδιώκουν οι υποστηρικτές των μεγάλων πλεονασμάτων. Η Ελλάδα δεν μπορεί βέβαια από μόνη της να λύσει το ζήτημα αυτό καθότι ήταν προϊόν συμφωνίας με τους θεσμούς στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου. Μπορεί ωστόσο να δημιουργήσει συμμαχίες με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ιταλία) για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε μια περισσότερο αναπτυξιακή κατεύθυνση.
Πέμπτος κίνδυνος: Το ιδιωτικό χρέος
Με βάση την τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, στο τέλος του Απριλίου του 2021, διαμορφώθηκε στα 109,1 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 3,4 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Απρίλιο του 202013. Η αύξηση αυτή αναλύεται: (α) στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προηγούμενου διαστήματος ύψους 1,2 δισ. ευρώ που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα, (β) στις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,6 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκαν και (γ) στις εισπράξεις και διαγραφές 5,4 δισ. ευρώ. Η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους δεν αποτελεί μόνο δημοσιονομικό ζήτημα. Εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα (π.χ. με επιμήκυνση των δόσεων) μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις στο μέτωπο τόσο της ανεργίας αλλά και της κοινωνικής συνοχής.
Έκτος κίνδυνος: Το δημογραφικό
Από το 2010 και ύστερα, ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται γρήγορα κυρίως λόγω της μετανάστευσης των νέων σε άλλες χώρες. Από το 2020, λόγω της μαζικής συνταξιοδότησης αλλά και της γήρανσης του πληθυσμού, υπάρχει δραματική αύξηση των συνταξιούχων. Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς στους τρεις Έλληνες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, το 2017 αντιστοιχούσε ένας ηλικιωμένος άνω των 65 ετών. Ο δείκτης γονιμότητας διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μόλις στα 1,2 παιδιά. Όμως η διατήρηση του ελληνικού πληθυσμού στα σημερινά επίπεδα μετά από 30-40 χρόνια απαιτεί δείκτη γονιμότητας 2,2 παιδιά. 'Αρα η Ελλάδα θα γερνάει και θα συρρικνώνεται συνεχώς τα επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα κυρίως με φορολογικά κίνητρα, ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών (π.χ., της Γαλλίας).