Μειώσεις φόρων σε τρόφιμα, ρεύμα και ενδεχομένως και καύσιμα είναι στο τραπέζι του διαιρεμένου σε στρατόπεδα οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, καθώς διαπιστώνει ότι η ακρίβεια ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.
Ακόμη και ο αρνητικός σε οποιαδήποτε μείωση φόρων, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας αφήνει πλέον ανοιχτό το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα, θέμα το οποίο αποτέλεσε προ μηνός, ζήτημα κόντρας με τον υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη.
Όταν ο κ. Γεωργιάδης είχε δηλώσει ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα, από το γραφείο του κ. Σταϊκούρα και του αναπλ. Υπουργού Οικονομικών Θόδ. Σκυλακάκη είχε αποδοκιμαστεί, ενώ είχε αποκλειστεί σαν μέτρο στήριξης των νοικοκυριών.
Τώρα, υπό το βάρος της διασποράς της ακρίβειας που εξαπλώνεται σε όλα τα είδη και ειδικά στα τρόφιμα και στα ενεργειακά αγαθά, η κυβέρνηση υποχρεώνεται να αλλάξει ρότα και εξετάζει και τις μειώσεις φόρων.
Ωστόσο, ακόμα και τη στιγμή που η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης έχει ξεπεράσει τα 2 ευρώ το λίτρο, ο αναπλ. Υπουργός Οικονομικών Θόδ. Σκυλακάκης εμφανίζεται αρνητικός στη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Αναλυτικότερα σε ότι αφορά στα τρόφιμα, σχεδιάζεται η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, τα οποία από το 13%, θα μεταταχθούν στον υπερμειωμένο συντελεστή 6%. Μεταξύ των τροφίμων που θα μειωθεί ο ΦΠΑ, είναι το ψωμί, τα γαλακτοκομικά, ζυμαρικά, όσπρια και λαχανικά.
Παράλληλα με τη μείωση του ΦΠΑ θα ενταθούν οι έλεγχοι στην αγορά ώστε η μείωση να περάσει στον καταναλωτή και να μην παρακρατηθεί από το κύκλωμα εμπορία του προϊόντος.
Για το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο εξετάζεται η αύξηση της επιδότησης των νοικοκυριών, αφού η πρώτη ενίσχυση δεν κάλυψε παρά ένα πολύ μικρό μέρος της επιβάρυνσης, ενώ παράλληλα θα επιδοτηθούν και ενεργοβόρες επιχειρήσεις.
Ο φόρος στα καύσιμα
Αναφορικά με τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, αρνητικός είναι ο αναπλ. Υπουργός Οικονομικών Θόδ. Σκυκλακάκης, ο οποίος επικαλέστηκε και ένα αστήρικτο επιχείρημα, λέγοντας ότι το 30% των ελληνικών νοικοκυριών δεν διαθέτει αυτοκίνητο(!) και άρα δεν θα επωφεληθούν τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα από την ενδεχόμενη μείωση του ΕΦΚ.
Ο κ. Σταϊκούρας, έσπευσε να αδειάσει τον κ. Σκυλακάκη, λέγοντας ότι «προφανώς και λαϊκές οικογένειες έχουν αυτοκίνητα».
Ωστόσο, παρά τις απόψεις του κ. Σκυλακάκη, μέσα στην κυβέρνηση μελετάται η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα. Ο ΕΦΚ αποδίδει στα δημόσια ταμεία αρκετά δισ. ευρώ ετησίως. Από τον ΕΦΚ στη βενζίνη το δημόσιο εισπράττει 2,1 δισ. ευρώ ετησίως, από τον ΕΦΚ στο diesel κίνησης εισπράττει 1,4 δισ. ευρώ, από το πετρέλαιο θέρμανσης εισπράττει 360 εκατ. ευρώ, από τον ΕΦΚ στο υγραέριο εισπράττει περίπου 100 εκατ. ευρώ και 160 εκατ. ευρώ από τον ΕΦΚ στην ηλεκτρικό ενέργεια.
Επίσης, σε ότι αφορά στα καύσιμα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο ΕΦΚ στα καύσιμα υπολογίζεται επί του λίτρου και όχι με βάση την τιμή. Αυτό σημαίνει πως ανεξάρτητα αν η τιμή της βενζίνης είναι 1,5 ευρώ ή 2 ευρώ, ο ΕΦΚ που εισπράττει το δημόσιο, είναι ίδιος.
Αντίθετα, αυξομειώνεται ανάλογα με την τιμή ο ΦΠΑ των καυσίμων, ο οποίος υπολογίζεται στην τελική τιμή πώλησης των προϊόντων (μαζί με τους φόρους). Από τον ΦΠΑ το δημόσιο εισπράττει 1,95 δις. ευρώ, ετησίως.
Το πρόβλημα για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με τις μειώσεις των φόρων είναι επικοινωνιακό και διαχειριστικό.
Ειδικότερα ο προβληματισμός αφορά στο ότι, αν μειωθεί ένας φόρος προσωρινά για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πως θα αυξηθεί ξανά μετά τη λήξη της προσωρινότητας.