Οικονομία

Ο Τραμπ, ο πληθωρισμός, η Fed και... τα μαθήματα της Ιστορίας


Κατά την προεκλογική του εκστρατεία το 2024, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποσχεθεί να μειώσει δραστικά τις τιμές, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Θα ρίξουμε τις τιμές και θα το κάνουμε γρήγορα». Ωστόσο, ως πρόεδρος το 2025, δήλωσε με αδιαφορία ότι δεν τον απασχολεί αν οι αυτοκινητοβιομηχανίες αυξήσουν τις τιμές: «Δεν με νοιάζει καθόλου. Ελπίζω να τις αυξήσουν».

Η υπόσχεση του Τραμπ να πολεμήσει τον πληθωρισμό υπήρξε καθοριστική για την εκλογή του. Οι ψηφοφόροι, πιεσμένοι από τις αυξημένες τιμές των χρόνων Μπάιντεν, αναζητούσαν ανακούφιση. Όμως, η ρητορική αυτή έχει εγκαταλειφθεί με αξιοσημείωτη ταχύτητα.

Ο Τραμπ έχει ήδη επιβάλει μαζικούς δασμούς στις εισαγωγές, μέτρα τα οποία είναι κατεξοχήν πληθωριστικά και επιβαρύνουν χιλιάδες καθημερινά προϊόντα με επιπλέον κόστος. Παράλληλα, επιχειρεί να ασκήσει πίεση στη Fed, ώστε να υιοθετήσει μια νομισματική πολιτική που θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό.

Σε αντίθεση με την παθητική στάση του Τζο Μπάιντεν απέναντι στις τιμές από το 2022 έως το 2024, ο Τραμπ επιλέγει μια επιθετική προσέγγιση, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων και τις διαθέσεις των ψηφοφόρων, που είχαν ήδη τιμωρήσει την προηγούμενη κυβέρνηση για τη συρρίκνωση της αγοραστικής τους δύναμης.

Όταν ο Τραμπ εξελέγη τον Νοέμβριο του 2024, ο πληθωρισμός είχε μειωθεί από το 9% του 2022 στο 2,7%. Η πολιτική αυστηρής νομισματικής σύσφιξης της Fed φαινόταν να αποδίδει, με τις εκτιμήσεις να προβλέπουν πτώση του πληθωρισμού στο 2,3% έως τα τέλη του 2025, πολύ κοντά στον στόχο του 2%. Οι αγορές προεξοφλούσαν μειώσεις επιτοκίων από τη Fed μέσα στο 2025, με πιθανότητα 85% για τουλάχιστον μία μείωση έως τις αρχές Μαΐου.

Ωστόσο, έξι μήνες μετά, το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Οι δασμοί Τραμπ έχουν εκτοξεύσει την πρόβλεψη πληθωρισμού στο 3,4% για το τέλος του έτους. Η Fed δεν έχει μειώσει τα επιτόκια από τον Δεκέμβριο, κυρίως λόγω του φόβου για αναζωπύρωση πληθωριστικών πιέσεων. Η πιθανότητα μείωσης επιτοκίων μέχρι τον Μάιο έχει καταρρεύσει στο 9%.

Αν και ο Μάρτιος κατέγραψε πληθωρισμό μόλις 2,4%, αυτό αντανακλά την προδασμολογική οικονομία. Οι αυξήσεις τιμών λόγω των δασμών είναι αναπόφευκτες τους επόμενους μήνες, καθώς οι δασμοί εφαρμόζονται πλέον ενεργά. Ο μέσος δασμός στις εισαγωγές των ΗΠΑ έχει αυξηθεί από το 2,5% στην αρχή του έτους στο 27%, επηρεάζοντας προϊόντα αξίας περίπου 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι εισαγωγείς πληρώνουν τους δασμούς και μετακυλούν το κόστος σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Οι επιπτώσεις θα φανούν όταν εξαντληθούν τα αποθέματα πριν την επιβολή των δασμών.

Η αύξηση 25% στον δασμό των εισαγόμενων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών αναμένεται να αυξήσει την τιμή ενός νέου οχήματος κατά 5.000 έως 10.000 δολάρια. Ακόμα και τα οχήματα που συναρμολογούνται στις ΗΠΑ επηρεάζονται, καθώς πολλά εξαρτήματα είναι εισαγόμενα. Η αύξηση κόστους στις εισαγωγές προσφέρει έδαφος για ανατιμήσεις και στους εγχώριους κατασκευαστές.

Το Εργαστήριο Προϋπολογισμού του Yale (Yale Budget Lab) εκτιμά διψήφιες αυξήσεις τιμών σε ευρύ φάσμα προϊόντων, όπως ρούχα, οικιακές συσκευές, παιχνίδια και φάρμακα. Η αύξηση 145% στους δασμούς κινεζικών προϊόντων προβλέπεται να εκτινάξει τις τιμές δερμάτινων ειδών κατά 86% και των ενδυμάτων κατά 64%.

Παράλληλα, ο Τραμπ πιέζει τη Fed για μείωση των επιτοκίων, κάτι που θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τον πληθωρισμό. Η κεντρική τράπεζα μειώνει επιτόκια όταν η οικονομία είναι αδύναμη, ώστε να ενθαρρύνει την ανάπτυξη. Όμως, η μείωση επιτοκίων σε περιβάλλον ήδη αυξημένων πιέσεων ενισχύει τη ζήτηση και επιδεινώνει τον πληθωρισμό. Γι’ αυτό η Fed έχει «παγώσει» τις μειώσεις και οι αγορές έχουν σταματήσει να τις αναμένουν.

Ο Τραμπ έχει υπαινιχθεί την πιθανότητα αποπομπής του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, ώστε να τον αντικαταστήσει με κάποιον πιο «πρόθυμο» να μειώσει τα επιτόκια τη λάθος στιγμή. Η ιστορία διδάσκει: στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε παρέμβει στην Fed για να ενισχύσει την οικονομία ενόψει των εκλογών, με αποτέλεσμα πληθωρισμό άνω του 12% και ύφεση το 1974.

Ο Τραμπ φαίνεται πλέον να θεωρεί πως η προστατευτική πολιτική υπερισχύει της ανάγκης για χαμηλές τιμές. Στοχεύει σε αναζωογόνηση της βιομηχανικής παραγωγής, υποστηρίζοντας πως το «φάρμακο» αξίζει το κόστος. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι διαφωνούν. Αν και η οικονομία ίσως χρειαζόταν στοχευμένες παρεμβάσεις, η πολιτική σοκ του Τραμπ ενδέχεται να είναι υπερβολική.

Το ερώτημα είναι, αν ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να πληρώσει το πολιτικό τίμημα για την άνοδο του πληθωρισμού –όπως έπαθε και ο Μπάιντεν. Η αποδοχή του Τραμπ ως προς τη διαχείριση της οικονομίας έχει ήδη πέσει στο 43%, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί, ενώ το 55% εκφράζει δυσαρέσκεια. Το 49% πιστεύει ότι η οικονομία θα επιδεινωθεί –το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων δύο ετών. Οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης δείχνουν ότι οι Αμερικανοί αναμένουν σημαντικές αυξήσεις τιμών και διατηρούν απαισιόδοξη στάση.

Η συνολική αποδοχή του Τραμπ έχει υποχωρήσει από το 52% τον Ιανουάριο στο 46%. Μπορεί να μην είναι ακόμα καταστροφική πτώση, αλλά οι περισσότερες επιπτώσεις των δασμών δεν έχουν φανεί ακόμη. Όσο οι τιμές αυξάνονται, τόσο η δημοτικότητα του Τραμπ θα φθίνει.

Το έργο το έχουμε ξαναδεί επί κυβέρνησης Μπάιντεν. Η επανάληψη δεν φαίνεται να έχει καλύτερη κατάληξη.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις