Σε ένα άρθρο γνώμης σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, ένας Βρετανός διανοούμενος ισχυρίζεται ότι οι αρχαιότητες θα πρέπει να μείνουν για πάντα στο Βρετανικό Μουσείο, κυρίως επειδή η σημερινή ανθρωπότητα είναι παντελώς ανίκανη να εκτιμήσει την αληθινή αξία αυτών των απαράμιλλων έργων τέχνης.
Στους ανάξιους, ο αρθρογράφος A.N. Wilson δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τους σύγχρονους Έλληνες -τους οποίους, προφανώς, περιφρονεί, αποφεύγοντας να αναφέρει έστω και το όνομα του πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επιτίθεται με την ίδια σφοδρότητα ακόμη και στον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, τον Τζορτζ Όσμπορν, τον οποίον χαρακτηρίζει απερίφραστα ανίκανο και ακατάλληλο. Και μαζί με αυτόν, σχεδόν σε κάθε τουρίστα που υποβιβάζει τα αριστουργήματα του Παρθενώνα σε ένα φόντο για τις σέλφι πόζες του.
Αν και αντιφατικό από μια άποψη, το άρθρο του Wilson είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ως δείγμα των αντιλήψεων που επικρατούν αυτή τη στιγμή στη βρετανική κοινωνία σε σχέση με τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Ο Wilson δεν φείδεται επιτιμητικών εκφράσεων. Ενδεικτικά, γράφει φερ' ειπείν ότι «περισσότερος κόσμος θα δει τα Γλυπτά του Παρθενώνα αν μείνουν στο Λονδίνο, παρά εάν μεταφερθούν στην Ελλάδα». Και, ακόμη πιο αιχμηρά «θα εμπιστευόσασταν ποτέ, είτε τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου είτε τον Έλληνα πρωθυπουργό, ότι θα καταλήξουν σε ένα λογικό συμπέρασμα;».
Ο Andrew Norman Wilson, πολυγραφότατος συγγραφέας και εξόχως επιδραστικός στη Βρετανία ο οποίος αρθρογραφεί τακτικά στους Times του Λονδίνου, εν προκειμένω δηλώνει ρητά την αντίθεσή του σε οποιοδήποτε σενάριο επιστροφής των Γλυπτων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Παρόλ' αυτά, το άρθρο του είναι μια αποθέωση για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την κληρονομιά του ανά τους αιώνες -αλλά και το πόσο ανάξιοι είναι οι σημερινοί άνθρωποι, όλοι ανεξαιρέτως, να κατανοήσουν το αληθινό μήνυμα δημοκρατίας και σοφίας που εκπέμπουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Το άρθρο του Andrew Norman Wilson στους έγκριτους βρετανικούς Times τιτλοφορείται ως «We lost our marbles over Ancient Greece».Μάλιστα, ο υπότιτλος σπεύδει να εξηγήσει: «Το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι ο τόπος μιας πολιτιστικής υπεξαίρεσης, αλλά ένας φόρος τιμής προς έναν ανώτερο πολιτισμό που εμείς πλέον δεν κατανοούμε».
Η απόδοση του τίτλου-μαγνήτη «We lost our marbles over Ancient Greece» θα ήταν κατ' ουσίαν «μας έχει τρελάνει η Αρχαία Ελλάδα» και αποτελεί ένα λογοπαίγνιο μη μεταφράσιμο στα ελληνικά. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα και η πραγματική δύναμη του συγκεκριμένου ιδιωματισμού έγκειται στη διπλή ερμηνεία της λέξης «marbles».
Στη στερεοτυπική, παροιμιακή έκφραση της βρετανικής αργκό «we lost our marbles» (μτφ: λαλήσαμε/το έχουμε χάσει/το κάψαμε/μουρλαθήκαμε/μας έστριψε κ.ο.κ), τα marbles είναι οι μπίλιες, οι βώλοι, οι γκαζές, κι ακόμη, γενικότερα, τα κομμάτια που αποσπώνται από ένα συμπαγές αντικείμενο που φθείρεται και αποσυντίθεται, όπως πχ τα ξέφτια από τη γόμμα των ελαστικών αυτοκινήτων. Το πλησιέστερο αντίστοιχο στα ελληνικά είναι ενδεχομένως το «έχουμε λασκαρισμένες βίδες»
«Marbles», όμως, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ονομάζονται κατά συνεκδοχήν, πέραν της κυριολεξίας (μάρμαρα) τα αρχαία γλυπτά και κυρίως τα γλυπτά του Παρθενώνα -παλαιότερα γνωστά και ως «Ελγίνεια». Οπότε, ο A.N. Wilson εμμέσως σαρκάζει και επικρίνει, σαν υπερβολική και άνευ ουσιώδους νοήματος, την όλη συζήτηση περί επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα.