Σε ειδικό σχεδιασμό για το πρόγραμμα δανεισμού του επόμενου έτους προχωρούν ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και το υπουργείο Οικονομικών ώστε να αποφευχθεί μια μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού ως αποτέλεσμα των αποφάσεων της ΕΚΤ ή γενικότερα των συνθηκών που θα επικρατήσουν στις αγορές.
Ήδη η κατάσταση που διαμορφώνεται με βάση τις κινήσεις στην δευτερογενή αγορά ομολόγων είναι σαφώς δυσκολότερη σε σχέση με τα δεδομένα που υπήρχαν λίγους μήνες νωρίτερα όταν η απόδοση του 10ετους τίτλου υποχωρούσε κοντά στο 0,5% (τον περασμένο Αύγουστο ). Εδώ και αρκετές ημέρες και ειδικότερα από τις 19 Οκτωβρίου η απόδοση του 10ετους τίτλου έχει σταθεροποιηθεί πάνω από το 1% ακολουθώντας την άνοδο των αποδόσεων γενικότερα στην ευρωζώνη καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι θα υπάρξει κάποια έκπληξη από την ΕΚΤ όσο αναφορά τις αγορές τίτλων ή τον χρόνο αύξησης των επιτοκίων.
Για την ελληνική κυβέρνηση, ο σοβαρότερος κίνδυνος έρχεται από την επικείμενη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων για την περίοδο της πανδημίας (PEPP) τον Μάρτιο του 2022. Το έκτακτο πρόγραμμα με «πυρομαχικά» 1,85 τρις ευρώ για πρώτη φορά κάλυψε και την Ελλάδα παρότι η χώρα μας δεν έχει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους και ήταν ο κύριος παράγοντας που επέτρεψε να δανείζεται η χώρα με ιστορικά χαμηλά επιτόκια εν μέσω της πανδημίας.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα βρεθεί από την ΕΚΤ ένας τρόπος για να παραμείνει η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και μετά τον Μάρτιο, παρότι δεν θα έχει την επενδυτική βαθμίδα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας όπως και πολλοί αναλυτές του ιδιωτικού τομέα έχουν εκτιμήσει ότι με κάποιον τρόπο η Ελλάδα θα παραμείνει στο πρόγραμμα ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα κατακερματισμού στη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης.
Όμως αναλυτές εκτιμούν ότι το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών έχει κάθε λόγο να σχεδιάσει ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα δανεισμού για το 2022 προχωρώντας μέσα στο πρώτο τρίμηνο στις περισσότερες εκδόσεις με τις οποίες θα καλύψει τις δανειακές ανάγκες της επόμενης χρονιάς. Η Societe Generale χαρακτηριστικά αναφέρει σε έκθεση της ότι η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να προχωρήσει σε εκδόσεις μέσα στο πρώτο τρίμηνο για να επωφεληθεί από το PEPP, καθώς η ΕΚΤ έχει αγοράσει ως τώρα κρατικούς τίτλους αξίας 32 δις. ευρώ και έχει προσφέρει με αυτό τον τρόπο ισχυρή στήριξη στους ελληνικούς τίτλους.
Όπως επισημαίνει η γαλλική τράπεζα, αυτές οι αγορές μέσα στο πρώτο τρίμηνο και όσο θα διαρκεί το PEPP θα είναι απαραίτητες δεδομένου ότι δεν είναι σαφές προς το παρόν τι θα αποφασιστεί για την περίοδο μετά το τέλος Μαρτίου 2022 και δεν αποκλείεται να εκδηλωθούν αντιδράσεις από μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ στις ιδέες που υπάρχουν για μια ακόμη έκτακτη συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση.
Σε περίπτωση που δεν προχωρήσει η Ελλάδα σε γρήγορες εκδόσεις ομολόγων μέσα στο τρίμηνο και τελικά αποφασιστεί από την ΕΚΤ να μην παραταθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης η Societe Generale εκτιμά ότι θα μπορούσε να υπάρξει μεταβλητότητα στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και το spread με τα γερμανικά να επιστρέψει στα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν την πανδημία.
Πάντως ο γαλλικός οίκος εκτιμά ότι υπάρχουν δυο σενάρια για να συνεχίσει η ΕΚΤ να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα μετά την λήξη του PEPP. Το πρώτο σενάριο προβλέπει την ένταξη της Ελλάδας στο μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP) με χαλάρωση του κριτηρίου που επιβάλλει να αγοράζονται μόνο ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας. Το δεύτερο σενάριο θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός ειδικού υποπρογράμματος αποκλειστικά για την αγορά ελληνικών ομολόγων ώστε να μην χρειαστεί να μην αλλάξουν τα κριτήρια του μόνιμου προγράμματος.
Και τα δυο σενάρια θα ήταν άκρως επωφελή για την ελληνική οικονομία. Συναντούν πάντως αρκετά ισχυρές αντιστάσεις από κεντρικές τράπεζες των χωρών του Βορρά, που δεν θα ήθελαν να δημιουργηθεί προηγούμενο αγοράς ομολόγων χαμηλής διαβάθμισης από την ΕΚΤ. Με αυτά τα δεδομένα το ελληνικό οικονομικό επιτελείο είναι πολύ πιθανό να σπεύσει να προχωρήσει σε εκδόσεις ομολόγων τους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου όσο ακόμη θα είναι βέβαιη η παροχή υποστήριξης από την ΕΚΤ.