Στα αποτελέσματα που ήδη φαίνονται στην βρετανική οικονομία από την απόφαση της να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρεται σε έκθεσή του το Ταμείο.
Ειδικότερα, όπως μεταδίδει το skai.gr, στην έκθεσή του για τη Βρετανία το Ταμείο σημειώνει ότι η πορεία προς το Brexit έχει περιορίσει τη ζήτηση και την κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας.
Τονίζεται παράλληλα ότι το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά για τη Βρετανία την ώρα που η ραγδαία υποτίμηση της στερλίνας μετά από το περσινό δημοψήφισμα έχει εκτινάξει τις τιμές και τον πληθωρισμό, συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την κατανάλωση.
Την ίδια ώρα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί με βραδύτερο ρυθμό από όσο θα ανέμενε κανείς σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, «λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας για τις οικονομικές προοπτικές».
Αυτό που εξισορρόπησε μερικώς τις πιέσεις είναι οι ενισχυμένες εξαγωγές λόγω της αποδυναμωμένης στερλίνας και της ταχύτερης ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων της Βρετανίας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας για το 2017 θα διαμορφωθεί τελικά στο 1,6% του ΑΕΠ και θα παραμείνει γύρω στο 1,5% το 2018.
Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα μειωθεί σταδιακά, αλλά θα παραμείνει πάνω από το στόχο του 2%.
Όπως σημειώνεται πάντως, «οι εξελίξεις με τις διαπραγματεύσεις του Brexit είναι μία βασική αβεβαιότητα. Η ταχύτερη του αναμενόμενου πρόοδος προς μία αμοιβαία επωφελή οικονομική κατάληξη θα μπορούσε να τονώσει την εμπιστοσύνη. Από την άλλη πλευρά, μία κατάρρευση των συνομιλιών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία άτακτη έξοδο από την ΕΕ και σε ραγδαία πτώση των τιμών στοιχείων ενεργητικού».
Τονίζεται δε ότι ενώ η πρόοδος που επιτεύχθηκε στην πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων είναι καλοδεχούμενη, «η λίστα των εργασιών που απομένουν να ολοκληρωθούν είναι πολύ μακριά και το χρονοδιάγραμμα για να γίνουν είναι φιλόδοξο».
Η έκθεση του Ταμείου προειδοποιεί συγκεκριμένα μεταξύ άλλων για τους κινδύνους που κρύβει το Brexit για τη γεωργία, για τον κατασκευαστικό και για τον τομέα των υπηρεσιών, όπως των χρηματοοικονομικών, στη Βρετανία.
Σχολιάζοντας την έκθεση του Ταμείου, που παρουσιάστηκε στο Λονδίνο από την Κριστίν Λαγκάρντ, ο Υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ είπε ότι συμφωνεί πως μία από τις μεγαλύτερες ωθήσεις που μπορούν να δοθούν στη βρετανική οικονομία είναι μία γρήγορη συμφωνία με την ΕΕ για τη μεταβατική περίοδο και τη μελλοντική εμπορική σχέση.