Στοχευμένους ελέγχους στις τραπεζικές καταθέσεις των ελευθέρων επαγγελματιών που δηλώνουν εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα προκειμένου να ερευνηθεί τυχόν απόκρυψη εισοδήματος δρομολογεί η ΑΑΔΕ.
Τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι το 60% των ελευθέρων επαγγελματιών δηλώνει εισοδήματα έως 7.000 ευρώ, ή το 85% δηλώνει έως 15.000 ευρώ που δεν είναι φυσιολογικό να συμβαίνει για τόσο μεγάλο αριθμό επαγγελματιών.
Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να δραστηριοποιηθεί εντονότερα το ειδικό λογισμικό της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων το οποίο ανιχνεύει ασύμβατες μεταβολές μεταξύ τραπεζικών καταθέσεων και φορολογικών δηλώσεων.
Πρόκειται για το «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», που εδώ και ενάμισι χρόνο χρησιμοποιείται για καταθέσεις μεγάλου ύψους, το οποίο πλέον θα χρησιμοποιηθεί για μικρότερες καταθέσεις και στοχευμένα στις κινήσεις των λογαριασμών των ελευθέρων επαγγελματιών που δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα.
Το σύστημα θα στοχοποιεί ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος δηλώνει π.χ. 5.000 ευρώ εισόδημα και θα αναζητεί τους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Υπό έλεγχο θα είναι τόσο οι επαγγελματικοί λογαριασμοί, αλλά και οι προσωπικοί λογαριασμοί όσο και οι λογαριασμοί των στενών συγγενικών τους προσώπων.
Κατόπιν θα συσχετίζει τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών με τα στοιχεία του Ε3 της φορολογικής του δήλωσης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο δηλωθείς τζίρος και δηλωθέντα καθαρά κέρδη συμφωνούν μεταξύ τους.
Στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί ότι οι καταθέσεις είναι μεγαλύτερες του τζίρου, ο επιχειρηματίας θα καλείται για τα περεταίρω και θα αντιμετωπίζει κατηγορίες φοροδιαφυγής.
Ποιοί ελεύθεροι επαγγελματίες είναι ύποπτοι
Με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από τα αποτελέσματα των εκτεταμένων φορολογικών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία διετία, στο στόχαστρο μπαίνουν οι απασχολούμενοι στα οικοδομικά επαγγέλματα, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, οι οποίοι σπάνια κόβουν αποδείξεις ή κόβουν μόνο εκείνες που είναι απαραίτητες για να συμπληρωθεί το όριο του εισοδήματος που έχουν σκοπό να δηλώσουν. Σύμφωνα με εφοριακούς ελεγκτές, όταν μια επισκευή στο σπίτι κοστίζει 100 ευρώ και πουν στον πελάτη 100 ευρώ συν ΦΠΑ 24%, σύνολο 124 ευρώ ή εναλλακτικά 100 ευρώ χωρίς απόδειξη, η επιλογή του πελάτη θα είναι η δεύτερη.
Επίσης άλλη κατηγορία «υπόπτων» κατά την εφορία, είναι τα συνεργεία αυτοκινήτων, που επίσης η έκδοση απόδειξης ως προς το ύψος ή και καθόλου επιδέχεται «παζάρι» οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, όπως ταβέρνες, ουζερί, μπαρ, καφετέριες κ.λπ. όπου οι έλεγχοι αποδεικνύουν ότι δεν κόβουν όλες τις αποδείξεις που υποχρεούνται.
Ακόμη στο στόχαστρο των ελέγχων των τραπεζικών μπαίνουν οι γιατροί, αλλά και δικηγόροι και μηχανικοί. Πρόκειται για κατηγορίες επαγγελματιών (δικηγόροι, μηχανικοί) για τους οποίους υπάρχει συγκεκριμένο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, αλλά με τον έλεγχο θα αναζητηθεί μήπως οι αμοιβές είναι μεγαλύτερες από τις ελάχιστες που υποχρεούνται να δηλώνουν.
Τι κάνει το ειδικό λογισμικό
Αναλυτικότερα, με το νέο λογισμικό «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας» οι ελεγκτές μπορούν να αντλούν πληροφορίες όπως:
- Τα πρωτογενή δεδομένα για τις καταθέσεις ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου φυσικού προσώπου, δηλαδή τα ποσά που εισήλθαν για πρώτη φορά στους λογαριασμούς καθώς και αυτά που πιστώνονται κατά καιρούς. Από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών θα αφαιρούνται τα ποσά που διαπιστώνεται ότι μεταφέρθηκαν από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου.
- Οι συναλλαγές των επενδυτικών προϊόντων, μέσω των κινήσεων των καταθετικών λογαριασμών.
- Τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου, για την περίοδο που ελέγχεται.
Αφού προσδιοριστούν οι πρωτογενείς καταθέσεις του φορολογούμενου και οι μετέπειτα κινήσεις και αντληθούν και τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων θα εισάγονται σε μία αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ώστε να εντοπίζονται τυχόν ποσά καταθέσεων τα οποία δεν καλύπτονται από τα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων.
Εφόσον διαπιστωθούν δυσαρμονίες μεταξύ των καταθέσεων και δηλωθέντων εισοδημάτων θα δημιουργείται ένα αρχείο το οποίο θα παραδίδεται στον ελεγκτή ο οποίος θα καλεί τον φορολογούμενο για έλεγχο και συγκεκριμένα να αποδείξει την προέλευση των χρημάτων τα οποία δεν εμφανίζονται στις φορολογικές του δηλώσεις.