Καθώς οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ εκτινάσσουν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων, οι λιανέμποροι στις ΗΠΑ στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε έναν διαφορετικό δρόμο: τις επιστροφές. Οι επιχειρήσεις επιταχύνουν τη διαδικασία επανατοποθέτησης των επιστραφέντων προϊόντων στην αγορά, προκειμένου να περιορίσουν τις επιπτώσεις από το αυξημένο κόστος των νέων αποθεμάτων.
Η πρακτική αυτή, γνωστή ως αντίστροφη εφοδιαστική (reverse logistics), περιλαμβάνει την αξιολόγηση, επισκευή, μεταπώληση ή ανακύκλωση προϊόντων που έχουν επιστραφεί. Ο τομέας γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη: η αγορά των ΗΠΑ ανήλθε στα 150 δισ. δολάρια για το 2024, σύμφωνα με την Alix Partners, και προβλέπεται να αυξάνεται με ρυθμό 6% έως 8% ετησίως μέχρι το 2030.
Ο Casey Chroust, COO της Optoro, εταιρείας που ειδικεύεται στη διαχείριση επιστροφών, τονίζει, σύμφωνα με το CNBC, ότι οι επιστροφές μπορούν να αποτελέσουν «σανίδα σωτηρίας» για τις εταιρείες. «Ένα προϊόν στο οποίο έχουν ήδη πληρωθεί δασμοί αξίζει περισσότερο αν επιστραφεί γρήγορα στην αγορά, παρά να μείνει σε αποθήκη», εξηγεί. Τα κόστη επεξεργασίας των επιστροφών αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 30% της αρχικής τιμής αγοράς.
Η αυξημένη ζήτηση για οικονομικότερες λύσεις ωθεί όλο και περισσότερους καταναλωτές να στραφούν στα μεταχειρισμένα. Πάνω από το 75% των πελατών δηλώνει πρόθυμο να αγοράσει re-commerce προϊόντα, ενώ το 63% των μεγάλων λιανεμπόρων έχει ήδη ενεργό κανάλι μεταχειρισμένων ή προγραμματίζει τη δημιουργία του.
Η επιστροφή προϊόντων μέσω online αγορών, όπου πολλοί καταναλωτές αγοράζουν πολλαπλά μεγέθη ή χρώματα και επιστρέφουν τα περιττά, αυξάνει περαιτέρω τον όγκο και τις δυνατότητες αξιοποίησης αυτών των ειδών.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Η Stork, ψηφιακή αποθήκη πολυτελών μεταχειρισμένων προϊόντων, ανέφερε αύξηση 74% στα διαθέσιμα είδη της (περίπου 350.000 SKU) τους τελευταίους τρεις μήνες, με το 60% να προέρχεται από περιοχές που παραδοσιακά είναι δύσκολα προσβάσιμες για τους retailers, λόγω τελωνειακών και ρυθμιστικών εμποδίων.
«Η μεταπώληση δεν είναι πια μόνο μια ιστορία βιωσιμότητας», δηλώνει ο συνιδρυτής της Stork, Roy Lugasi. «Έχει γίνει βασικός μοχλός ανάπτυξης στο σύγχρονο λιανεμπόριο».
Η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιοποίηση των πλατφορμών επιτρέπουν στους retailers να στήσουν κανάλια επαναπώλησης σε λίγες ημέρες, από 60 έως 90 ημέρες που απαιτούνταν προηγουμένως για εγχώρια προγράμματα και συχνά αδύνατο για διεθνή.
Οι επιστροφές, σύμφωνα με την Optoro, μπορούν να καλύψουν έως και το 15% των αναγκών σε απόθεμα, ενώ προσφέρουν σημαντικά ποσοστά αποδοτικότητας στα είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ, όπου οι καταναλωτές έχουν τη μεγαλύτερη προθυμία αγοράς μεταχειρισμένων.