H ωραιοποιημένη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, όπως εμφανίζεται μιντιακά μετά την κυβερνητική αλλαγή, απέχει παρασάγγας από την σκληρή πραγματικότητα του αγώνα επιβίωσης για εκατομμύρια νοικοκυριά.
Η ζοφερή δεκαετία των μνημονίων έχει προκαλέσει σοβαρές πληγές σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, οι οποίες παραμένουν ανοιχτές και για να επουλωθούν χρειάζεται αρκετός χρόνος ακόμα, εργώδης προσπάθεια και βεβαίως δεν κλείνουν με μαγικά ραβδιά και μεγαλοστομίες.
Αποκαλυπτικά, για την πραγματική κατάσταση των περισσότερων Ελλήνων είναι τα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ που επεξεργάστηκε και παρουσίασε στο τελευταίο δελτίο του ο ΣΕΒ (σ.σ. αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) καταγράφοντας τις ανισότητες στην Ελλάδα και συγκρίνοντας τα ποσοστά με τα αντίστοιχα άλλων χωρών μελών του παγκόσμιου οργανισμού.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 68,3% του πληθυσμού της Ελλάδας είναι οιονεί φτωχοποιημένο, ζει δηλαδή κάτω, ή πάνω αλλά κοντά, στο όριο της φτώχειας. Συγκεκριμένα, το 12,9% του πληθυσμού ζουν στη φτώχεια, και το 55,4%(οικονομικά ευάλωτοι) μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή κάτω από το όριο της φτώχειας, μιας και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μια απώλεια εισοδήματος 3 μηνών. Το ποσοστό στην Ελλάδα είναι το δεύτερο υψηλότερο στον ΟΟΣΑ, αμέσως μετά τη Λετονία με 78,4% (16,2% + 62,2%,), όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα.
Το 67% δεν έχει απόθεμα ούτε ένα χιλιάρικο!
Πιό αναλυτικά, το 12,9% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικό όριο φτώχειας (έναντι 11,5% στον ΟΟΣΑ). Επίσης, το 67% του πληθυσμού έχει ρευστότητα χαμηλότερη από το ¼ του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, που θεωρείται μαξιλάρι ικανό να συντηρήσει κάποιον που υφίσταται μια απώλεια εισοδήματος 3 μηνών (έναντι 49,3% στον ΟΟΣΑ).
Το 55,4% του πληθυσμού θεωρείται «οικονομικά ευάλωτο» (έναντι 38,9% στον ΟΟΣΑ) που, αν και δεν έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν διαθέτει σε ρευστότητα το μαξιλάρι συντήρησης των 3 μηνών και συνεπώς, είναι εύκολο να πέσει κάτω από το όριο φτώχειας σε περίπτωση απώλειας της εργασίας του.
Στην Ελλάδα, το διάμεσο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2018 ήταν 7863 ευρώ και, συνεπώς, το όριο φτώχειας κατά τον ΟΟΣΑ, διαμορφώνεται σε 3932 ευρώ. Άρα, το 12,9% του πληθυσμού έχει εισόδημα κάτω από 3932 ευρώ τον χρόνο (ζει στη φτώχεια). Ή αλλιώς ζεί με κάτω από 330 ευρώ το μήνα.
Το 67% του πληθυσμού διαθέτει ρευστότητα που δεν υπερβαίνει το ¼ του ορίου φτώχειας, δηλ. 983 ευρώ τον χρόνο. Άρα δεν έχει απόθεμα ούτε 1.000 ευρώ!
Σταχτοπούτα δεν υπάρχει πλέον στην Ελλάδα
Όσον αφορά στο επιλεκτικό ζευγάρωμα, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων (52%) σε χώρα του ΟΟΣΑ που δημιουργούν νοικοκυριά με συντρόφους που το εισόδημά τους βρίσκεται στο ίδιο ή σε γειτονικό επίπεδο με το δικό τους. Δηλαδή, δεν προχωρούν σε συμβίωση με σύντροφο χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου.
Το ίδιο ισχύει και σε άλλες κοινωνίες με υψηλές ανισότητες και υψηλή στέρηση, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Το ποσοστό επιλεκτικού ζευγαρώματος αυξήθηκε στη χώρα μας κατά 15% (το υψηλότερο ποσοστό αύξησης σε χώρα του ΟΟΣΑ) μεταξύ 1995 και 2013. Στο αποτέλεσμα αυτό πιθανότατα έχει συντελέσει η μεγάλη κρίση και ύφεση μετά το 2009, καθώς το ένστικτο επιβίωσης σε εξαιρετικά δύσκολες οικονομικά περιόδους αποθάρρυνε, ενδεχομένως, την προσέγγιση συντρόφων χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ η Ελλάδα εμφανίζεται σχεδόν σε όλους τους τομείς να έχει δείκτες σχετικά υψηλής στέρησης, με την εξαίρεση των ανθρωποκτονιών και της κοινωνικής στήριξης από συγγενείς και φίλους, όπου τα μεγέθη είναι ευνοϊκότερα για τη χώρα μας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται στο 2018 ή σε προγενέστερα χρόνια, χωρίς αυτό να μειώνει την εγκυρότητα των συμπερασμάτων, μια και τα στοιχεία ανισοτήτων και στέρησης μεταβάλλονται με πολύ αργούς ρυθμούς από χρόνο σε χρόνο, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ.
Δημήτρης Κυριακόπουλος