Την άποψη ότι το lockdown θα έπρεπε να είναι αυστηρότερο, όπως τον Μάρτιο, εξέφρασε ο λοιμωξιολόγος και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, Μάριος Λαζανάς μιλώντας σήμερα (4/11) στον ΣΚΑΪ σημειώνοντας ότι ακόμα στην Επιτροπή δεν έχει συζητηθεί καθόλου αν και πότε θα ανοίξει το λιανεμπόριο.
Σχολιάζοντας τον υψηλό αριθμό κρουσμάτων που καταγράφονται καθημερινά δήλωσε ότι «είμαστε σε πολύ πολύ δύσκολη κατάσταση. Κάθε μέρα είναι σαν να πέφτει ένα αεροπλάνο στην Ελλάδα και όλοι οι επιβάτες να σκοτώνονται. Είναι τραγικό να ξυπνάμε κάθε πρωί με αυτά τα νούμερα. Καταλαβαίνω ότι ο κόσμος έχει κουραστεί πολύ ψυχολογικά, καταλαβαίνω ότι οικονομικά υποφέρει, αλλά υπάρχει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα πώς μπορεί να γίνει ο συγκερασμός όλων αυτών ώστε να ανοίξει και το λιανεμπόριο και να μην αυξηθεί η μετάδοση. Φοβάμαι ότι η εξίσωση είναι πάρα πολύ δύσκολη».
Μάλιστα, εξήγησε ότι υπάρχει ο φόβος ότι αν ανοίξει η αγορά μετά από τόσο καιρό που ο κόσμος είναι κλεισμένος μέσα στα σπίτια του και θα θέλει να αισθανθεί καλύτερα, «θα ξεχυθεί, δε θα τηρηθούν τα μέτρα και τον Ιανουάριο θα φουντώσουν τα νοσοκομεία πάλι» υπογραμμίζοντας ότι μπορεί η κατάσταση στα νοσοκομεία να γίνει χειρότερη από τώρα, γιατί ακόμα δεν έχει μειωθεί ο αριθμός των νοσηλευομένων και των διασωληνωμένων.
Σε ό,τι αφορά στην τήρηση των μέτρων, ο λοιμωξιολόγος σημείωσε ότι στη Θεσσαλονίκη παρότι είναι το lockdown το πιο μεγάλο χρονικά που έχει γίνει στις υπόλοιπες πόλεις, τα μέτρα δεν έχουν αποδώσει κι επίσημη απάντηση γιατί δεν έχουν αποδώσει, δεν υπάρχει. «Πιστεύω ότι τα μέτρα τηρούνται εν μέρει, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρά. Δηλαδή τα δικαστήρια λειτουργούν σαν να μην τρέχει τίποτα, οι εφορίες λειτουργούν επίσης κανονικά. Έπρεπε να είχαμε πάει σε πιο αυστηρό lockdown», συμπλήρωσε.
Ερωτηθείς για τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει ο κορονοϊός στους ασθενείς, ανέφερε ότι έχει διαπιστωθεί ότι ένα ποσοστό των ασθενών -ευτυχώς όχι μεγάλος- μετά την πάροδο της οξείας φάσης, έχει αναπνευστικά προβλήματα, ενώ ένα άλλο, μικρότερο μέρος, έχει προβλήματα με την καρδιά του. «Οι βλάβες αυτές μπορεί να κρατήσουν και 6 μήνες και κάποιοι μπορεί να έχουν και μόνιμες βλάβες», κατέληξε.