Σε μια νέα, πολύ δύσκολη και άκρως επικίνδυνη πολιτικά διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους για το ελληνικό χρέος και την αναγκαία, νέα αναδιάρθρωσή του μετά την καταιγιστική οικονομική κρίση του κορονοϊού οδηγείται αναπόφευκτα η κυβέρνηση, που προσπαθεί σε κάθε ευκαιρία να διαβεβαιώσει τους πολίτες ότι, αυτή την φορά τουλάχιστον, η χώρα θα αποφύγει μια περιπέτεια με μνημόνια.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας σήμερα στον ΑΝΤ1 τόνισε ότι η έκταση του προβλήματος που δημιουργεί η πανδημία στην οικονομία θα είναι μεγάλη και η χώρα θα επιστρέψει σε ύφεση. Έσπευσε να διευκρινίσει, όμως, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι η χώρα δεν θα γυρίσει στα μνημόνια. «Δεν θα υπάρξουν μέτρα λιτότητας γιατί έχουμε συμφωνήσει με τους θεσμούς για το 2020», είπε χαρακτηριστικά.
Όμως, η συμφωνία με τους Θεσμούς και σε επίπεδο Eurogroup αφορά μόνο την ανοχή σε ένα αρκετά υψηλό έλλειμμα, αντί σημαντικού πλεονάσματος, για την φετινή χρονιά, χωρίς να καλύπτει την οικονομική διαχείριση των επόμενων ετών, το ζήτημα των συνολικών αποκλίσεων από τους δημοσιονομικούς στόχους του ελληνικού προγράμματος και, κατ' επέκταση τα νέα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνται στη βιωσιμότητα του χρέους και στην υλοποίηση της σχετικής συμφωνίας του καλοκαιριού του 2018.
Η κρίση του κορονοϊού δημιουργεί μεγάλες διαφορές στους υπολογισμούς για το χρέος. Αυτές μπορεί να μην εμφανισθούν άμεσα, αφού το πιθανότερο είναι πως στην αξιολόγηση του Ιουνίου η Κομισιόν, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας, δεν θα προχωρήσει στην κατάρτιση νέας έκθεσης βιωσιμότητας. Όμως, είναι αναπόφευκτο να γίνει επικαιροποίηση της έκθεσης βιωσιμότητας χρέους, αν όχι ως το τέλος του 2020, πάντως στις αρχές του 2021, αφού αυτό επιβάλλεται από το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, το οποίο μπορεί μεν να χαλαρώσει προσωρινά, λόγω των έκτακτων συνθηκών, αλλά δεν είναι δυνατόν και να γίνει... λάστιχο.
Οι διαφορές που δημιουργούνται είναι πολύ μεγάλες, με πρόχειρους υπολογισμούς, καθώς:
- Τη διετία 2020 - 2021, αντί να εμφανίσει η Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 7% του ΑΕΠ σωρευτικά, θα έχει ένα συνολικό πρωτογενές έλλειμμα που ενδέχεται να φθάσει και το 15% του ΑΕΠ. Αυτή η διαφορά, που προς το παρόν είναι εντελώς αβέβαιο σε ποιο ποσό θα ανέλθει, πάντως ανοίγει μια τρύπα δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και οδηγεί σε βέβαιη ανατροπή της βασικής υπόθεσης του 2018, σύμφωνα με την οποία οι διευθετήσεις που έγιναν θα κρατούσαν τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του 2030 βιώσιμο το ελληνικό χρέος, ώστε να συζητηθούν πολύ αργότερα όποιες νέες διευθετήσεις θα χρειάζονταν.
- Τα νέα δεδομένα και στον παρονομαστή του κλάσματος του χρέους, δηλαδή στο ΑΕΠ, δημιουργούν πρόσθετη σημαντική απόκλιση στις παραδοχές της έκθεσης βιωσιμότητας. Παρότι οι υπολογισμοί ενέχουν σοβαροί αβεβαιότητα, σίγουρο είναι ότι η ύφεση φέτος θα είναι πολύ βαθιά, ενδεχομένως ξεπερνώντας και το -10%, ενώ το 2021 η ανάκαμψη θα είναι σαφώς ασθενέστερη και, στην καλύτερη περίπτωση, το ΑΕΠ αναμένεται να ισορροπήσει το 2022 στο σημείο όπου βρισκόταν στο τέλος του 2019. Πρόκειται για πολύ σοβαρή ανατροπή, που δημιουργεί ισχυρή δυναμική ανατροπής των παραδοχών που υπήρχαν το 2018 για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η τακτική που ακολουθεί προς το παρόν η κυβέρνηση είναι να αποφεύγει να ανοίξει πρόωρα αυτή η συζήτηση, αλλά και να αποφεύγει με κάθε τρόπο να ζητήσει χρηματοδότηση από την προληπτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, παρότι έχει αποφασισθεί ότι δεν θα συνοδεύεται από μνημόνιο, καθώς αντιλαμβάνεται ότι κάθε νέα εμπλοκή με τον ESM ενέχει κινδύνους ενίσχυσης του πλέγματος εποπτείας της χώρας στο μέλλον.
Ωστόσο, αυτές οι τακτικές δεν μπορούν μεσοπρόθεσμα να αποτρέψουν τη συζήτηση για το χρέος, η οποία θα είναι κατ' εξοχήν πολιτική διαπραγμάτευση, με ειδικούς όρους αυτή την φορά, αφού δεν θα καταλογίζονται ευθύνες στην ελληνική κυβέρνηση για την εκτροπή των δημοσίων οικονομικών. Για να αποκατασταθεί, όμως, η βιωσιμότητα του χρέους, θα πρέπει να υπάρξει το γνωστό και από το παρελθόν μείγμα πολιτικής, που περιλαμβάνει ελαφρύνσεις από την πλευρά των δανειστών και περισσότερη λιτότητα από την πλευρά της Ελλάδας. Ακόμη και αν, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, το μείγμα αυτό είναι πιο ευνοϊκό από το παρελθόν για την Ελλάδα (βλ. λιγότερη λιτότητα), στις Βρυξέλλες θεωρείται αδιανόητο να λυθεί αποκλειστικά το ζήτημα της βιωσιμότητας με παραχωρήσεις από τους δανειστές, οι οποίες θα έπρεπε να φθάσουν ως το «κούρεμα» σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή αν δεν υπάρξουν οποιαδήποτε πρόσθετα μέτρα από την ελληνική πλευρά.
Επιπλέον, αδιανόητο θεωρείται να εγκριθεί από τις χώρες του Βορρά μια νέα διευθέτηση του ελληνικού χρέους, χωρίς κάποια μορφή μνημονίου, δηλαδή χωρίς την εφαρμογή κάποιου προγράμματος με επιτήρηση της οικονομικής πολιτικής. Αν θα παραταθεί για αρκετά χρόνια η ενισχυμένη επιτήρηση, ή αν θα ζητηθεί από τη χώρα ένα νέο τριετές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων («κλασικό» μνημόνιο) θα είναι αποτέλεσμα πολιτικής διαπραγμάτευσης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ευνοϊκές διευθετήσεις από το χρέος είναι πολύ δύσκολο να γίνουν χωρίς κάποια επιτήρηση.
Αυτή η πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, γεννά στο Μέγαρο Μαξίμου τις σκέψεις για γρήγορη προσφυγή στις κάλπες, ώστε να ανανεωθεί η λαϊκή εντολή πριν υποχρεωθεί η κυβέρνηση να περάσει δια πυρός και σιδήρου στις διαπραγματεύσεις για το χρέος και πριν να είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει το επόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.