Μπελάς αποδεικνύονται οι κωδικοί 049-050 της φορολογικής δήλωσης όπου αναγράφονται τα ποσά των δαπανών των νοικοκυριών που πληρώθηκαν με ηλεκτρονικές μεθόδους, καθώς εγκυμονεί κινδύνους για την πληρωμή επιπλέον φόρου.
Το 2018 χιλιάδες φορολογούμενοι έχασαν το αφορολόγητο επειδή δεν πρόσεξαν τις λεπτομέρειες ή ελέγχθηκαν και δεν είχαν τις αποδείξεις πληρωμής. Αποτέλεσμα ήταν να καταλογιστούν πρόστιμα συνολικού ύψους 35,6 εκατ. ευρώ.
Όποιος δεν έχει συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό δαπανών, υπόκειται σε φόρο 22% επί της διαφοράς μεταξύ του ποσού που βάσει του εισοδήματός του έπρεπε να συγκεντρώσει και εκείνου που τελικά συγκέντρωσε.
Οι ελάχιστες δαπάνες που πρέπει να συγκεντρώσει και να δηλώσει κάθε φορολογούμενος είναι:
• 10% του ετήσιου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
• 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
• 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ, 15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ξεπερνά τις 100.000 ευρώ. Για το τρίτο κλιμάκιο το μέγιστο ποσό αποδείξεων είναι οι 30.000 ευρώ, που σημαίνει ότι το μέγιστο ποσό των αποδείξεων που οφείλει να συγκεντρώσει κάποιος με εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ, είναι οι 34.000 ευρώ.
Οι πέντε παγίδες
Υπάρχουν και σημαντικές παγίδες οι οποίες καθιστούν τη συμπλήρωση του συγκεκριμένου κωδικού ιδιαίτερα δύσκολη παρότι φαινομενικά φαίνεται εύκολη.
Η πρώτη παγίδα είναι το εισόδημα. Η Εφορία λαμβάνει υπόψη όχι το πραγματικό εισόδημα, αλλά το τεκμαρτό. Παράδειγμα, φορολογούμενος που δηλώνει εισόδημα 8.000 ευρώ, πρέπει να έχει και να δηλώσει δαπάνες ύψους 800 ευρώ.
Όμως, εάν με τα τεκμήρια που τον επιβαρύνουν το εισόδημά του προσδιορίζεται σε 14.000 ευρώ, τότε το ύψος των αποδείξεων που πρέπει να έχει συγκεντρώσει και να αναγράψει είναι ύψους 1.600 ευρώ. Αν δηλώσει 800 ευρώ δαπάνες, τότε θα του επιβληθεί φόρος στη διαφφορά των αποδείξεων που δεν καλύφθηκαν ήτοι: 800 ευρώΧ22%=176 ευρώ.
Η δεύτερη παγίδα, αφορά στις πηγές του εισοδήματος. Μισθωτός ο οποίος έχει εισόδημα 10.000 ευρώ, αλλά και έχει εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα ή από τόκους ομολόγων ή από ενοίκια ή από όλα μαζί π.χ. 3.000 ευρώ. Οι δαπάνες που πρέπει να έχει πραγματοποιήσει θα υπολογιστούν στο συνολικό εισόδημα των 13.000 ευρώ, και όχι στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες των 10.000 ευρώ.
Η τρίτη παγίδα αφορά στο λάθος που γίνεται κατά την προσυμπλήρωση των κωδικών 049-050 από το taxisnet. Στα ηλεκτρονικά έντυπα των φορολογικών δηλώσεων, οι σχετικοί κωδικοί δεν είναι προσυμπληρωμένοι από το taxisnet, αλλά αν πατήσει πάνω ο φορολογούμενος, του ανοίγει νέα καρτέλα, στην οποία αναγράφονται οι ηλεκτρονικές πληρωμές που έχει πραγματοποιήσει το 2018, με βάση τα στοιχεία που έχουν οι τράπεζες και τα οποία κοινοποίησαν στο taxisnet.
Όμως δεν είναι το πραγματικό ποσό των δαπανών που αναγνωρίζει η Εφορία. Σε αυτό περιλαμβάνονται και μη εκπιπτόμενες δαπάνες, όπως π.χ. η πληρωμή ενοικίου, η αγορά αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, τελών κυκλοφορίας, πληρωμές φόρων, δόσεων δανείων και υπάρχει η σχετική υποσημείωση.
Ο φορολογούμενος οφείλει γράψει, όχι ολόκληρο το ποσό που αναγράφεται, αλλά το ποσό που αντιστοιχεί στις δαπάνες που αναγνωρίζει η Εφορία. Διαφορετικά, σε ενδεχόμενο έλεγχο, θα έχει πρόβλημα και θα πληρώσει περισσότερο φόρο.
Η τέταρτη παγίδα αφορά σε όσους εξαιρούνται από τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Η εξαίρεση αφορά στις ηλεκτρονικές πληρωμές, αλλά όχι σε γενική εξαίρεση από τη συλλογή αποδείξεων. Οι παρακάτω κατηγορίες, δεν υποχρεούνται να πληρώνουν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες τις δαπάνες τους για αγορές αγαθών ή υπηρεσιών, αλλά υποχρεούνται να συγκεντρώνουν χάρτινες αποδείξεις, να τις φυλάνε για 5 χρόνια και να τις επιδεικνύουν σε τυχόν έλεγχο από την ΑΑΔΕ. Ειδικότερα εξαιρούνται από τις ηλεκτρονικές πληρωμές αλλά υποχρεούνται να συγκεντρώνουν χάρτινες αποδείξεις οι κάτωθι:
- οι ηλικίας 70 ετών και άνω,
- άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω,
- όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση,
- οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα,
- οι δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή,
- οι ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων,
- όσοι κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων,
- οι φορολογούμενοι που δεν έχουν εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχουν εισόδημα μόνο από κεφάλαιο (από ακίνητα, τόκους καταθέσεων κ.λπ.) ή και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ,
- οι άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ,
- οι δικαιούχοι του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ),
- οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία και
- οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
Η πέμπτη παγίδα αφορά τους λίγους που δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 100.000 ευρώ. Η κλίμακα προσδιορίζει ως μέγιστο ποσό αποδείξεων τις 30.000 ευρώ. Παρόλα αυτά, οι 30.000 αφορούν μόνο το τρίτο κλιμάκιο, όπως διευκρινίστηκε από σχετική απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ Α 827/2019). Συνεπώς, το μέγιστο ύψος αποδείξεων ανέρχεται σε 34.000, αν προσμετρηθούν 1.000 ευρώ αποδείξεις από το πρώτο κλιμάκιο (10.000 Χ 10%) και 3.000 ευρώ από το δεύτερο (20.000 Χ 15%).
Πόσοι την «πάτησαν» το 2018
Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, το 2018 επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος ύψους 35,6 εκατ. ευρώ, επειδή αρκετοί φορολογούμενοι, δεν συμπλήρωσαν τον απαιτούμενο αριθμό των αποδείξεων.οι μισθωτοί πλήρωσαν περισσότερο φόρο εισοδήματος κατά 16,9 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνταξιούχοι επιβαρύνθηκαν με πρόσθετο φόρο ύψους 9,5 εκατ. ευρώ.
Ακόμη, οι αγρότες πλήρωσαν επιπλέον 1,9 εκατ. ευρώ, 4,24 εκατ. ευρώ, πλήρωσαν οι εισοδηματίες επειδή δεν κάλυψαν το αφορολόγητο όριο με αποδείξεις. Επίσης στις τσιμπίδα έπεσαν και φορολογούμενοι με έσοδα από μισθωτές υπηρεσίες και από ελευθέρια επαγγέλματα, οι οποίοι πλήρωσαν επιπλέον φόρο ύψους 3,1 εκατ. ευρώ.