Έναν παλαιό, αλλά νόμιμο μηχανισμό που τους επιτρέπει να μειώνουν σημαντικά το κόστος των εισαγωγικών δασμών ανακαλύπτουν ξανά οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ: τον λεγόμενο «κανόνα της πρώτης πώλησης» (first sale rule), έναν μηχανισμό που υφίσταται στο τελωνειακό δίκαιο της χώρας από το 1988.
Η συγκεκριμένη διάταξη επιτρέπει στους εισαγωγείς να υπολογίζουν τους δασμούς βάσει της αρχικής τιμής πώλησης ενός προϊόντος από τον κατασκευαστή και όχι της τελικής τιμής πώλησής του στον εισαγωγέα.
Για παράδειγμα, αν ένας Κινέζος κατασκευαστής πουλά ένα μπλουζάκι σε έναν μεσάζοντα στο Χονγκ Κονγκ για 5 δολάρια και αυτός στη συνέχεια το πουλά σε έναν Αμερικανό λιανέμπορο για 10 δολάρια, ο τελευταίος μπορεί, υπό τις σωστές προϋποθέσεις, να πληρώσει δασμούς επί της αξίας των 5 δολαρίων και όχι επί των 10.
Ο κανόνας επιτρέπει τον υπολογισμό των τελωνειακών δασμών με βάση την πρώτη τιμή πώλησης από το εργοστάσιο, αρκεί να πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια..
Ο κανόνας υπήρχε για δεκαετίες, αλλά επανήλθε στο προσκήνιο κατά την πρώτη προεδρία Τραμπ, όταν επιβλήθηκαν δασμοί 25% στις εισαγωγές από την Κίνα το 2018. Σήμερα, εν μέσω μιας νέας φάσης επιβολής δασμών, η συζήτηση για τον κανόνα αυτόν έχει αναζωπυρωθεί.
Οι προϋποθέσεις για το "παραθυράκι"
Η εφαρμογή του «κανόνα της πρώτης πώλησης» προϋποθέτει την πλήρωση τεσσάρων βασικών κριτηρίων:
- Πολλαπλές πωλήσεις: Πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο συναλλαγές — μία από ξένο παραγωγό και μία ή περισσότερες μέσω ενδιάμεσων μερών.
- Ανεξαρτησία μερών: Οι συναλλαγές πρέπει να γίνονται μεταξύ ανεξάρτητων και μη συνδεδεμένων νομικά ή οικονομικά μερών.
- Απόδειξη προορισμού: Πρέπει να αποδεικνύεται ότι το προϊόν προοριζόταν για την αγορά των ΗΠΑ εξαρχής.
- Τεκμηρίωση πρώτης τιμής: Πρέπει να υπάρχει τεκμηριωμένη απόδειξη της αρχικής τιμής πώλησης από τον παραγωγό.
Η συλλογή αυτών των στοιχείων δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς προϋποθέτει διαφάνεια και συνεργασία. Ο εισαγωγέας οφείλει να εξασφαλίσει την αρχική τιμή και τα απαραίτητα στοιχεία, κάτι που οι προμηθευτές δεν είναι πάντα πρόθυμοι να μοιραστούν. Απαιτείται εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπλεκομένων, καθώς υπάρχει επιχειρηματικό ρίσκο.
Ωστόσο, τα οφέλη κάνουν τη διαδικασία ελκυστική. Ο προμηθευτής κρατά τον πελάτη του, αποδεικνύοντας ότι κάνει ό,τι μπορεί για να μειώσει το κόστος του. Αντίστροφα, αν ένας ανταγωνιστής χρησιμοποιεί τον κανόνα και μια εταιρεία όχι, μπορεί να χάσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα.
Ποιες εταιρείες τον αξιοποιούν
Η χρήση του κανόνα αυξάνεται, ιδίως στους κλάδους όπου οι τιμές λιανικής είναι σημαντικά υψηλότερες από το κόστος παραγωγής, όπως τα είδη πολυτελείας και η καταναλωτική τεχνολογία.
Η ιταλική εταιρεία πολυτελούς ένδυσης Moncler ανέφερε σε τηλεδιάσκεψη επενδυτών στις 16 Απριλίου, ότι η εφαρμογή του κανόνα προσφέρει «σημαντικό όφελος» στη δομή κόστους της. Ο Luciano Santel, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας, δήλωσε πως το βιομηχανικό κόστος είναι κατά 50% χαμηλότερο από την ενδοεταιρική τιμή και επομένως η χρήση της πρώτης τιμής μειώνει αισθητά τους δασμούς.
Παρόμοια, η ελβετική βιοτεχνολογική εταιρεία Kuros Biosciences ανακοίνωσε στις 13 Μαΐου ότι προχωρά σε οργανωτικές αλλαγές, ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει τον κανόνα, μεταφέροντας τον χονδρικό της κόμβο στη Ζυρίχη.
Οι αμερικανικές εταιρείες Traeger (κατασκευάστρια BBQ) και Fictiv (βιομηχανική παραγωγή) επίσης δήλωσαν κατά τις παρουσιάσεις αποτελεσμάτων Α’ τριμήνου ότι εφαρμόζουν τον κανόνα ως εργαλείο μετριασμού κινδύνου στην εφοδιαστική αλυσίδα και μείωσης κόστους δασμών.
Αν και η χρήση του κανόνα είναι απολύτως νόμιμη, η μαζική εφαρμογή του ενδέχεται να υπονομεύσει τις προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ για αύξηση των δασμολογικών εσόδων και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής μέσω επιβολής εισαγωγικών φραγμών.
Σε κάθε περίπτωση, ο «κανόνας της πρώτης πώλησης» επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο ως στρατηγική μείωσης κόστους και μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο για επιχειρήσεις που επιδιώκουν μεγαλύτερη ευελιξία σε περιβάλλοντα υψηλών εμπορικών εντάσεων.